Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος συγχωρεῖ τὸν φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του


Σήμερα 17 Δεκεμβρίου τιμᾶται ἡ μνήμη του!
Ἀφήνοντας τὸν Ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Αἰγίνης, πόθος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἦταν νὰ ἀναχωρήσει σὲ τόπο ἡσυχαστικὸ καταλληλότερο γιὰ αὐστηρότερη πνευματικὴ ζωή, ἐπιλέγοντας κατὰ τὸ ἔτος 1579 τὸ Μοναστήρι τῆς Θεοτόκου τῆς Ἀντιφωνήτριας στὴ γενέτειρά του τὴν Ζάκυνθο, ἀσκούμενος μὲ σκληρὴ νηστεία, προσευχή, χαμευνία, ἐλεημοσύνη, νουθετώντας καθημερινῶς τοὺς Χριστιανούς. Χαρακτηριστικὸ τῶν μεγάλων ἀρετῶν ποὺ ἀξιώθηκε αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἄνθρωπος, ἦταν ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν πλησίον...
Κάποτε συνέβη, ἕνας ξένος κακότροπος ἄνθρωπος, νὰ φονεύσει τὸν ἀγαπημένο ἀδελφό του Ἁγίου, ποὺ τὸν ἔλεγαν Κωνσταντῖνο καὶ ἦταν ἕνας ἐνάρετος, σπουδαῖος καὶ φημισμένος ἄρχοντας τῆς Ζακύνθου. Ὁ φονιὰς ἀφοῦ διέπραξε τὸ ἔγκλημα, φοβούμενος τοὺς συγγενεῖς του φονευθέντος, ἔφυγε γιὰ νὰ γλιτώσει τὴν ζωή του, καὶ κρυβόταν σὲ τόπους ἐρημικοὺς καὶ δύσβατους. Ὅμως, κατ’ Οἰκονομίαν Θεοῦ, βρέθηκε στὸ Μοναστήρι τῆς Ἀντιφωνήτριας, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ἐκεῖ ἦταν Ἡγούμενος ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ὁ ἀδελφός του θύματος. Τρομαγμένος καὶ φοβισμένος σὰν μισοπεθαμένος, μὲ δάκρυα στὰ μάτια πέφτει γονατιστὸς στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου, παρακαλώντας νὰ τὸν κρύψει σὲ ἀπόκρυφο τόπο. Βλέποντας τὸν ὁ Ἅγιος τόσο φοβισμένο, τὸν ρώτησε γιὰ τὴν αἰτία καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι φοβόταν γιὰ τὴν ἐκδίκηση τῶν ἀρχόντων Σιγούρων, οἱ ὁποῖοι τὸν κυνηγοῦσαν γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν, διότι εἶχε φονεύσει ἕναν συγγενῆ τους, τὸν Κωνσταντῖνο. Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, μαθαίνοντας ὅτι μπροστά του εἶχε τὸν φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, αἰσθάνθηκε μεγάλο πόνο στὴν καρδιά του καὶ...

 μὲ δάκρυα στὰ μάτια τοῦ εἶπε στενάζοντας: «Ὢ ἄνθρωπε, τί σὲ ἔφταιξε ὁ καλὸς ἐκεῖνος ἄρχοντας καὶ τὸν θανάτωσες ἄδικα;» Προτίμησε ὅμως νὰ τηρήσει τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλει νὰ κάνουμε καλὸ σὲ ὅσους κάνουν τὸ κακὸ καὶ ἀντὶ νὰ τὸν τιμωρήσει τήρησε τὴν ἀνεξικακία τοῦ Χριστοῦ ποὺ συγχώρησε αὐτοὺς ποὺ τὸν Σταύρωσαν καὶ ἀφοῦ ἐνθάρρυνε καὶ παρηγόρησε τὸν φονιά, τὸν ἔκρυψε σὲ ἀπόκρυφο τόπο, φιλεύοντας τὸν μὲ φιλοφροσύνη καὶ εὐσπλαχνία.
Σὲ λίγη ὥρα, ἦρθαν στὸ Μοναστήρι οἱ συγγενεῖς του Ἁγίου, κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, λυπημένοι γιὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου τους, συνοδευόμενοι ἀπὸ ὁπλισμένους ἀνθρώπους. Βλέποντάς τους ὁ Ἅγιος προσποιήθηκε ὅτι δὲν γνώριζε τίποτα καὶ τοὺς ρώτησε γιὰ τὸν λόγο ποὺ εἶχαν ἔρθει. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν γιὰ τὴν δολοφονία τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ τὸν ρώτησαν ἐὰν πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ φονιὰς ποὺ ἀναζητοῦσαν γιατί θέλανε νὰ ἐκδικηθοῦν γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου. Ὁ Ἅγιος κλαίγοντας, συμβούλεψε τοὺς συγγενεῖς του νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, θέλοντας νὰ σώσει τὸν φονιὰ καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἀπομακρύνθηκαν, τὸν κάλεσε ἀπὸ τὴν κρύπτη ἀποκαλύπτοντάς του τὴν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ ἦταν ἀδελφός του θύματος καὶ ἀφοῦ τὸν συμβούλεψε σὰν πατέρας καὶ τὸν ἔφερε σὲ μετάνοια, τὸν συγχώρησε καὶ τὸν συνόδευσε κάτω στὴν παραλία, δίνοντάς του τρόφιμα καὶ ὅτι ἄλλο χρειαζόταν, βοηθώντας τὸν νὰ φύγει σὲ ἄλλον τόπο γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του, δείχνοντας ἔτσι τὴν μεγάλη του ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητά του.