Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Πώς ήταν η Ελλάδα που δεν γνωρίσατε

(Μία αναδρομή στο «χθες», για να γνωρίσουν οι νεώτεροι)

Αυτό γίνεται, για να πάρουμε από το χθες, όπως και από το σήμερα, ό,τι είναι καλό και ωραίο, για να φτιάξουμε ένα όμορφο αύριο.
Έχει ειπωθεί πως «όλοι οι λαοί για να πάνε μπροστά, πρέπει να κοιτάξουν μπροστά. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα, που για να πάη μπροστά πρέπει...να κοιτάξη πίσω στις ρίζες της!».
Τότε οι οικογένειες ήσαν ολοκληρωμένες μέσα στα σπίτια (απλά σπιτάκια με λιγοστά δωμάτια). Εκεί ζούσαν και οι τρεις γενιές, παππούς, γιαγιά-μητέρα, πατέρας και παιδιά. Τα παιδιά μεγάλωναν πιασμένα από το φουστάνι της μάννας (τότε οι γυναίκες που είχαν οικογένειες δεν είχαν πάρει τους δρόμους δουλεύοντας σε ξένες δουλειές), στα γόνατα του παππού και στην αγκαλιά της γιαγιάς. Μάθαιναν να σέβονται, να βοηθούν και να θυσιάζονται για την οικογένειά τους. Τα μεγαλύτερα αδέλφια βοηθούσαν τα μικρότερα και τα προστάτευαν. Ο αδελφός της οικογενείας δεν παντρευόταν αν δεν πάντρευε και δεν τακτοποιούσε πρώτα τις αδελφές του! Τα παιδιά μιλούσαν στους γονείς και γενικά στους μεγαλυτέρους στον πληθυντικό, όχι της τυπικότητας αλλά του σεβασμού και της ευγενείας.
Οι γειτονιές βούιζαν από τις χαρούμενες φωνές και τα παιχνίδια των παιδιών ειδικά τα καλοκαιρινά βραδάκια. Το απόγευμα του καλοκαιριού περνούσε η καταβρεχτήρα του δήμου και δρόσιζε. Οι γυναίκες σκούπιζαν τα πεζοδρόμια, έβγαζαν καρέκλες έξω από το σπίτι και οι μεγάλοι διασκέδαζαν συζητώντας. Συχνά άκουγες να γελούν οι άνθρωποι λέγοντας αθώα εύστοχα αστεία και με αγάπη. Στην γειτονιά κανείς δεν πεινούσε, κανείς άρρωστος κι ανήμπορος δεν έμενε μόνος του. Με βάρδιες οι νοικοκυρές πήγαιναν φαγητό και όλοι ενδιαφέρονταν για όλους.
Αυτά είναι αλήθεια, και τα ζήσαμε.
Το κακό ήταν δακτυλοδεικτούμενο και προκαλούσε αποστροφή και την γενική απόρριψη.
Και πώς διασκέδαζαν τότε οι άνθρωποι; Στις κοινές χαρές και γιορτές όλοι μαζί. Οι ελληνικοί χοροί είναι απόδειξη αυτής της συλλογικότητας. Όταν γιόρταζε π.χ. ο μπάρμπα Γιώργης, γιόρταζε όλη η γειτονιά. Και θα περνούσαν σχεδόν όλοι από το σπιτάκι του να του ευχηθούν και να τραταριστούν (να κεραστούν) από τα σπιτίσια γλυκά που έφτιαχνε η κυρά Γιώργαινα, η γυναίκα του!
Όταν ήταν να παντρευτεί καμμιά φτωχή κοπέλλα στην γειτονιά, όλοι – κι οι πιο φτωχοί- συνέβαλαν στο να μαζέψει τα απαραίτητα για να ξεκινήσει το νοικοκυριό της.
Όσο για την θλίψη, (αρρώστιες, θάνατοι κλπ) πάλι μαζί πονούσαν. Συμπονούσαν. Δεν είχε ο ένας κηδεία και ο διπλανός γλέντι!
Η ζωή επίσης είχε έναν ρυθμό ειρηνικής δημιουργίας κι οι άνθρωποι ήσαν λιτοί και στην διατροφή τους  (λιτή τροφή αλλά αγνή) και στο ντύσιμό τους. Περιορίζονταν στα απαραίτητα. Γνώριζαν επίσης, ειδικά οι γυναίκες, πώς έπρεπε να ντυθούν. Το παλιότερο ρούχο για τις δουλειές, το πιο καλό για την Εκκλησία και τις γιορτές. Η γυναίκα τότε είχε αρχοντιά, φινέτσα, όπως λένε οι ξενόγλωσσοι. Η επίσημη εμφάνισή της προξενούσε τον θαυμασμό αλλά και τον σεβασμό.
Όσο για φιλεργία, υπήρχε σε μεγάλο βαθμό. Η γυναίκα εργαζόταν πολύ στο σπίτι. Κι αν ήταν αγρότισσα και στις γεωργικές δουλειές. Όσο για τον άνδρα, πότιζε πραγματικά την γη με τον ιδρώτα του. Είτε στο χωριό είτε στην πόλη.
Οι άνθρωποι αγαπούσαν την γη τους και της χάριζαν τον τίμιο ιδρώτα τους. Κι εκείνη, με την ευλογία του Θεού, τους χάριζε άφθονους τους καρπούς της. Γνώριζαν καλά πως «όποιος αγαπά την γη του και την εργάζεται, ποτέ δεν θα πεινάσει».
Ακόμα θυμόμαστε τους Έλληνες εργάτες (τότε δεν υπήρχαν ξένοι) να σκάβουν στους δρόμους τα χαντάκια είτε για την ύδρευση είτε για την ηλεκτροδότηση, έχοντας δεμένο στο κεφάλι τους το μαντήλι τους για να προστατευθούν απ’ τον ήλιο του καλοκαιριού. Και ο ιδρώτας ποτάμι! Μετά κάθονταν σε κάποια σκιά και άνοιγαν την καρρώ πετσετούλα τους με το κολατσιό τους. Ψωμάκι, ελίτσες ή λίγο τυράκι με ντοματούλα. Αν ήταν χειμώνας, ρέγγα καψαλισμένη πρόχειρα.
Εκείνη την εποχή σχεδόν όλοι οι επαγγελματίες παρήλαυναν από τις όμορφες ήσυχες γειτονιές και ο καθένας διαλαλούσε μ’ ένα γραφικό τρόπο το εμπόρευμά του. Ο μανάβης με το υπομονετικό γαϊδουράκι του φορτωμένο φρέσκα λαχανικά, ο ψαράς με την πλατειά καλάθα του φορτωμένη λαχταριστά ψάρια, ο παγωτατζής με τα δροσερά χωνάκια του, ο ερχομός του οποίου τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια ήταν η γλυκειά προσδοκία μικρών και μεγάλων! Ο γαλατάς που ερχόταν κάθε απόβραδο με το αλογάκι να σέρνη την κλειστή γραφική άμαξα, και τέλος ο παλιατζής! Δεν υπήρχαν ποτέ τα ψυχρά Super Market που κατήργησαν όλα τα επαγγέλματα κι άφησαν τον κόσμο άνεργο…
Τότε οι εργαζόμενοι ήσαν στην συντριπτική πλειοψηφία υγιέστατοι, ρωμαλέοι στο σώμα και στην ψυχή. Κανένας δεν είχε «ψυχολογικά». Κι αυτό γιατί η ψυχή τους ήταν ικανοποιημένη από την ζωή της θυσίας που ζούσαν και η συνείδησή τους ήσυχη.
Τότε ο «λόγος»,  η προφορική συμφωνία ειδικά του άνδρα ήταν απαραβίαστος. Η εντιμότητα απόλυτη. Η αγνότητα ήταν αρχή της ζωής. Η υπομονή και η καταφυγή στον Θεό τα μυστικά της νίκης της παλιάς γενιάς.
Το Σάββατο το απόγευμα, μόλις χτυπούσε η καμπάνα για Εσπερινό, όλες οι δουλειές σταματούσαν. Η νοικοκυρά άναβε το καντηλάκι μπροστά στο εικονοστάσι και λιβάνιζε. Μετά φρεσκάριζε τα ρούχα για τον κυριακάτικο εκκλησιασμό. Όλα γίνονταν με τάξη, με ρυθμό, με αρμονία.
Ας συγκρίνουμε με την σημερινή ζωή, κι ας επιστρέψουμε στην όμορφη νοικοκυρεμένη ελληνική ζωή και ας απορρίψουμε, ό,τι ξενόφερτο και βλαβερό. Απ’ την εποχή μας ας κρατήσουμε μόνον ό,τι καλό. Την προσωπική και οικογενειακή μας ζωή μπορούμε να την διαμορφώσουμε όπως θέλουμε. Ο Χριστός μας πάντα βοηθάει με την θεϊκή Του δύναμη, κάθε καλή προσπάθεια.
Είθε να την καταβάλουμε όλοι μας. Αν αγαπάμε τον Θεό μας, την ψυχή μας, την οικογένειά μας και την βασανισμένη και αδικημένη μας Πατρίδα μας, για την αγάπη της οποίας οι περασμένες γενιές έχυσαν πολύ αίμα, πολύ!...
Συζητώντας μια ημέρα με νέους ανθρώπους σχετικά με αυτό το θέμα, είπαν: «Θα θέλαμε να είχαμε γεννηθεί σε μια περασμένη εποχή!». Όμως δεν είναι θέμα εποχής και χρόνου. Είναι θέμα τρόπου ζωής. Ας επιλέξουμε…


Από το βιβλίο: «Μαρτυρικά και Ηρωικά νειάτα»
Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας
Δωρίδα 2011
πηγή:agiosharalabos