Ὁ Ἑλληνικός Στρατός τοῦ 1912,
διαθέτοντας σχετικά περιορισμένες δυνάμεις καί ὄντας ὑποχρεωμένος νά
διεξάγει ἐπιχειρήσεις σέ δύο μέτωπα, τῆς Μακεδονίας καί τῆς Ἠπείρου, δέν
ἦταν δυνατό νά ἀναλάβει ἐπιθετικές ἐνέργειες ταυτόχρονα καί πρός τίς
δύο αὐτές κατευθύνσεις. Ἔτσι ἀποφασίστηκε νά δοθεῖ προτεραιότητα στήν...
ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας, ἀφοῦ τό ἐπέβαλλαν σοβαροί ἐθνικοί λόγοι. Στήν Ἤπειρο διατέθηκε ἀρχικά δύναμη μίας μεραρχίας περίπου, ὑπό τόν Ἀντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντῖνο, μέ ἀμυντική κυρίως ἀποστολή πού ἀπέβλεπε στήν ἐξασφάλιση τῆς μεθορίου, ἡ ὁποία ἄρχιζε ἀπό τό Ἄκτιο (στόν Ἀμβρακικό κόλπο), περνοῦσε ἀπό τήν Ἄρτα καί κατέληγε στά Τζουμέρκα, συνολικοῦ ἀναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.
ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας, ἀφοῦ τό ἐπέβαλλαν σοβαροί ἐθνικοί λόγοι. Στήν Ἤπειρο διατέθηκε ἀρχικά δύναμη μίας μεραρχίας περίπου, ὑπό τόν Ἀντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντῖνο, μέ ἀμυντική κυρίως ἀποστολή πού ἀπέβλεπε στήν ἐξασφάλιση τῆς μεθορίου, ἡ ὁποία ἄρχιζε ἀπό τό Ἄκτιο (στόν Ἀμβρακικό κόλπο), περνοῦσε ἀπό τήν Ἄρτα καί κατέληγε στά Τζουμέρκα, συνολικοῦ ἀναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.
Παρ' ὅλα αὐτά, μέ τήν ἔναρξη τοῦ
πολέμου, οἱ ἑλληνικές δυνάμεις στήν Ἤπειρο (Στρατός Ἠπείρου) πέρασαν τόν
Ἄραχθο καί ἀφοῦ κατέλαβαν, μετά ἀπό σύντομο ἀγώνα, διάφορα δεσπόζοντα
ὑψώματα στά βορειοδυτικά της Ἄρτας, προέλασαν πρός τήν Πρέβεζα τήν ὁποία
ἀπελευθέρωσαν στίς 21 Ὀκτωβρίου καί τήν ὀργάνωσαν ὡς...
βάση ἐφοδιασμοῦ τους. Μετά
τίς παραπάνω ἐπιτυχίες, ἀλλά καί τήν εὐμενῆ ἐξέλιξη τῶν ἐπιχειρήσεων
στή Μακεδονία, τό Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν ἐνίσχυσε τό Στρατό Ἠπείρου μέ
διάφορες μονάδες ἀπό τό μακεδονικό μέτωπο καί τό ἐσωτερικό καί μετέβαλε
τήν ἀποστολή του ἀπό ἀμυντική σέ ἐπιθετική.
(Φωτογραφία: η μάχη της Μανωλιάσας)
Ἐπακολούθησαν σκληροί ἀγῶνες, στή
διάρκεια τῶν ὁποίων τά ἑλληνικά τμήματα κατέλαβαν στίς 28 Ὀκτωβρίου τήν
ἰσχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια καί συνέχισαν πρός τήν πεδιάδα τῶν
Ἰωαννίνων, ὅπου εἶχε συγκεντρωθεῖ ὁ ὄγκος τῶν τουρκικῶν δυνάμεων.
Παράλληλα, ἄλλα ἑλληνικά τμήματα, πού ἐξόρμησαν ἀπό τήν περιοχή τῆς
Καλαμπάκας, ἀπελευθέρωσαν στίς 31 Ὀκτωβρίου τό Μετσοβο.
Στό μεταξύ ὅμως οἱ συνθῆκες τοῦ ἀγώνα
εἶχαν μεταβληθεῖ σημαντικά, λόγω τῶν δυσμενῶν καιρικῶν συνθηκῶν καί τῆς
σοβαρῆς ἐνισχύσεως τῶν Τούρκων μέ νέες δυνάμεις ἀπό τήν περιοχή τοῦ
Μοναστηρίου. Ἔτσι ἡ προέλαση τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ἀνακόπηκε καί οἱ
ἀντίπαλοι περιορίστηκαν σέ ἀνταλλαγή πυρῶν καί ἀγώνα προφυλακῶν.
Τό τελευταῖο δεκαήμερό του Νοεμβρίου,
ὕστερα ἀπό ἀπόφαση τῆς Κυβερνήσεως νά ἐπιδιώξει τήν ἀπελευθέρωση τῆς
Ἠπείρου πρίν ἀπό τή σύναψη συνθήκης εἰρήνης μεταξύ τῶν ἐμπολέμων, ὁ
Στρατός Ἠπείρου ἐνισχύθηκε μέ τή IΙ Μεραρχία ἀπό τή Θεσσαλονίκη καί
ἀνέλαβε νέα ἐπιθετική προσπάθεια.
Μετά ὅμως ἀπό ἀλλεπάλληλες ἐνέργειες,
ἀπό 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου, οἱ ἑλληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στήν
ὀχυρωμένη τοποθεσία τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου καί ἀναχαιτίστηκαν. Ἐπακολούθησε
περίοδος στασιμότητας στό μέτωπο, μέχρι τῆς ἐνισχύσεως τοῦ Στρατοῦ
Ἠπείρου καί μέ τίς IV καί Ἱ Μεραρχίες ἀπό τό Θέατρο Ἐπιχειρήσεων
Μακεδονίας, ἀφοῦ στό μεταξύ εἶχε ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀπελευθέρωση τῆς
Θεσσαλονίκης καί τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας καί ἦταν δυνατή ἡ ἀποδέσμευση
δυνάμεων γιά τήν ἐπίσπευση τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ἠπείρου.
Νέα ἐπίθεση πού ἔγινε ἀπό τίς 7 μέχρι
τίς 10 Ἰανουαρίου 1913, μέ κύρια προσπάθεια κατά τοῦ Ὀχυροῦ Μπιζάνι,
ἀναχαιτίστηκε καί πάλι ἀπό τούς Τούρκους, μέ πολλές μάλιστα ἀπώλειες γιά
τίς ἑλληνικές δυνάμεις.
Τελικά σφοδρή ἐπίθεση, πού ἐκτοξεύτηκε
στίς 20 Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τόν αἰφνιδιασμό
τῶν Τούρκων, ἰδίως ἀπό τή βαθειά ἑλληνική εἰσχώρηση στό δεξιό πλευρό
τους καί τήν «ἄνευ ὅρων» παράδοση στόν Ἑλληνικό Στρατό τῆς πόλεως τῶν
Ἰωαννίνων, μετά δύο ἡμέρες (21 Φεβρουαρίου 1913) ἀπό τόν Τοῦρκο Διοικητή
Ἐσσάτ Πασά.
(Φωτογραφία: Ἡ ἀνάγνωση τῆς παράδοσης. Διακρίνεται ἡ λευκή σημαία)
Ἡ νίκη εἶχε βραβεύσει τίς ἀκαταπόνητες
προσπάθειες, τόν ἀπαράμιλλο ἐνθουσιασμό, τή φιλοπατρία καί τήν ἀκλόνητη
πίστη τοῦ Ἕλληνα μαχητῆ. Ἡ ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων, πέρα ἀπό τήν
ἐξουδετέρωση κάθε σοβαρῆς τουρκικῆς ἀντιστάσεως στήν Ἤπειρο καί τήν
κυρίευση σημαντικοῦ πολεμικοῦ ὑλικοῦ, εἶχε πρώτιστα σοβαρή ἐπίδραση στό
ἑλληνικό γόητρο, τό ὁποῖο μετά καί ἀπό τήν ἐπιτυχία αὐτή ἐξυψώθηκε
διεθνῶς. Ὁ ἐνθουσιασμός, μέ τόν ὁποῖο ὁ λαός τῶν Ἰωαννίνων δέχτηκε τήν
εἴσοδο στήν πόλη τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων, κατόπτριζε καί τόν
πανελλήνιο ἐνθουσιασμό, πού ἦταν πράγματι πρωτοφανής.
Μετά τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων, οἱ
IV καί Ἱ Μεραρχίες τῆς Στρατιᾶς Ἠπείρου μεταφέρθηκαν στή Θεσσαλονίκη. Οἱ
ὑπόλοιπες κινήθηκαν βορειοτέρα καί μέχρι τίς 5 Μαρτίου 1913
ἀπελευθέρωσαν τίς περιοχές τῆς Βόρειας Ἠπείρου Ἀργυροκάστρο, Χειμάρρα,
Ἁγίους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή καί Κλεισούρα, ἐνῶ ἡ Κορυτσά εἶχε ἤδη
ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τίς 7 Δεκεμβρίου 1912.
Ὁ ἀκραιφνής ἑλληνικός πληθυσμός τῶν
περιοχῶν αὐτῶν ὑποδέχτηκε μέ ἀπερίγραπτο ἐνθουσιασμό τά ἑλληνικά
στρατεύματα. Οἱ ἀπελευθερωτικοί ὅμως αὐτοί ἀγῶνες καί οἱ θυσίες τοῦ
Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ δέν εἶχαν τά προσδοκόμενα ἀποτελέσματα. Οἱ προαιώνιοι
πόθοι καί τά ὄνειρα τῶν Ἑλλήνων τῆς Βόρειας Ἠπείρου ἔμειναν τελικά
ἀνεκπλήρωτα, ἀφοῦ ἡ Βόρεια Ἤπειρος περιλήφθηκε μέ ἀπόφαση τῶν τότε
Μεγάλων Δυνάμεων στό νεοσύστατο Ἀλβανικό Κράτος, ἀλλάζοντας ἁπλῶς
κυρίαρχο.