Είχε καιρό που προετοίμαζε τα γενέθλια του γιου του.
Τι
ιστοσελίδες επισκεπτόταν, τι ανθρώπους που αναλάμβαναν τέτοιες
εκδηλώσεις ρωτούσε… ήθελε αυτά τα γενέθλια να μείνουν αξέχαστα. Με τον
Θάνο περνά δυο Σαββατοκύριακα το μήνα.
Ύστερα
από πάρα πολύ κόπο και προσπάθεια, έπεισε τη Μίνα, την πρώην γυναίκα
του, να διοργανώσει εκείνος τα φετινά γενέθλια του μικρού. Πλησίασαν οι
μέρες. Το διαμέρισμα ήταν ίδιο η λαχτάρα του. Μοσχομύριζε αγάπη. Το
κάθε μπαλόνι, η κάθε πιατέλα είχε κι ένα κομμάτι από την ψυχή του. «Γιε
μου σ αγαπώ τόσο πολύ!» τραγουδούσαν όλα. Το μεσημέρι του Σαββάτου ήταν
όλα έτοιμα. Οι δυο τους με ύφος σοβαρό έκαναν την τελευταία επιθεώρηση. Ο
πατέρας κρεμόταν από τα χείλη του Θάνου. Ζητιάνευε για ένα χαμόγελο.
Πέθαινε για μια σφιχτή αγκαλιά. Είχε ανάγκη από την...
αγάπη του γιού του για να συνεχίσει να ζει.
αγάπη του γιού του για να συνεχίσει να ζει.
Πέρασε τόσα πολλά ο μικρός του. Να γινόταν να δώσει μια στο παρελθόν και να γκρεμίσει συθέμελα…
«Μπαμπά
τι όμορφα που τα ετοίμασες! Θα περάσουμε πολύ όμορφα απόψε!» είπε ο
Θάνος αφήνοντας το γκρέμισμα για αργότερα. «Χαίρομαι πολύ μικρέ μου»
είπε εκείνος και έσκυψε να τον αγκαλιάσει. «Θα περάσουμε όμορφα, θα
δεις. Έχω ετοιμάσει πολλές εκπλήξεις για το βράδυ, θα είναι αξέχαστο!
Πες μου όμως τώρα, τι δώρο θέλεις ; Ο,τι θέλεις. Πες μου!» Ο Θάνος
ύστερα από έναν μικρό αναστεναγμό, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τον
ουρανό που ετοιμαζόταν να δεχθεί την Άνοιξη, είπε «Μπαμπά θέλω να ξαν’
αγαπήσεις τη μαμά μου! Μπορείς;»