Ο Θεόδωρος Κολοτρώνης ξεσήκωσε το Γένος για ελευθερία ή θάνατο, ο Νικηταράς παρομοίασε τη μάχη του Ελληνισμού με την αναμέτρηση στις Θερμοπύλες κι ο Παλαιών Πατρών Γερμανών ζήτησε να αποτραπεί η διχόνοια στο όνομα της πίστης και της πατρίδας.
Η 25η Μαρτίου 1821 αποτελεί μία από τις ημερομηνίες – σταθμούς στη μακραίωνη ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σε μια γωνιά γης στην οποία γεννήθηκε, έζησε κι αναπτύχθηκε ο πολιτισμός.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, καθώς και με την κατάκτηση κάθε σημείου που υπήρχαν Έλληνες χάθηκε κάθε έννοια ανεξαρτησίας κάτω από τον οθωμανικό ζυγό.
Όπως διαπιστώνουν σύγχρονοι ιστορικοί και μελετητές, ο ελληνικός λαός έδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή.
Διωγμοί, σφαγές, βίαιος εξισλαμισμός, παιδομάζωμα ήταν μερικές από τις μεθόδους που μετήλθαν οι Οθωμανοί για να εξαφανίσουν τον Ελληνισμό.
Πέρασαν σχεδόν τέσσερις αιώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων το έθνος επέζησε από μια «Οδύσσεια» χάρη στη συσπείρωσή του σε εθνικούς θεσμούς, όπως η εκκλησία, στις κοινότητες με την ορθοδοξία ως βασικό χαρακτηριστικό και φυσικά στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης.
Με επιμονή και επιμονή οι Έλληνες προετοίμαζαν την εξέγερσή τους. Ήδη πριν έγιναν πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες αλλά το πρωϊνό της 25ης Μαρτίου 1821, ανήμερα του Ευαγγελισμού, άναψε το φυτίλι της επανάστασης.
Δεν γνωρίζουμε τις εκδοχές που παρουσιάζουν ορισμένοι για τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της ελευθερίας.
Γνωρίζουμε ότι βροντοφώναξε την απόφαση των Ελλήνων για Ελευθερία ή Θάνατο.
Χαρακτηριστικές είναι οι επισημάνσεις του Θεόδωρου Κολοτρώνη.
Έλεγε ότι «όταν αποφασίσαμε να κάνουμε την επανάσταση, δεν συλλογιστήκαμε ούτε πόσοι είμαστε, ούτε πως οι Τούρκοι είναι πολλοί και κρατούν τα κάστρα, σαν βροχή έπεσε σε όλους μας ο πόθος για την ελευθερία και όλοι μαζί μικροί και μεγάλοι σε αυτόν τον κόσμο αποφασίσαμε να ελευθερωθούμε ή να πεθάνουμε».
Αυτή είναι η αλήθεια.
Η επανάσταση του 1821 αποτελεί μία από τις ευγενέστερες και ιερότερες στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας και συγκρίνεται με αυτήν στη Γαλλία, το 1789.
Μόνο που η ελληνική επανάσταση είχε συγκινητικότερη διάσταση και υψηλότερα ιδανικά. Δεν ήταν απλά μια κοινωνική εξέγερση.
Ήταν ξεσηκωμός πολιτικός, πολιτιστικός και με επίκεντρο τον άνθρωπο που διεκδικεί δικαιώματα, ελευθερία, ανεξαρτησία και δικαιοσύνη από έναν ανελέητο ζυγό.
Ποιος δεν μπορεί να θυμηθεί την Έξοδο του Μεσολογγίου και τα πάθη των ελεύθερων πολιορκημένων της ιερής πόλης, όπως αποκάλεσε τον κλήρο και το λαό ο Διονύσιος Σολωμός στο κορυφαίο ποιητικό σύνθεμά του.
Από το ανθρώπινο επίπεδο, η εξιστόρηση αυτού του σημαντικού γεγονότος πήρε τη διάσταση του μυθικού.
Οι θυσίες σε Μεσολόγγι και Μανιάκι
Η θυσία των Ελλήνων στο Μεσολόγγι απέδειξε σε όλο τον τότε πολιτισμένο κόσμο ότι δεν υπάρχει πολυτιμότερο αγαθό από την ελευθερία. Κανείς δεν θα προσπαθήσει να ωραιοποιήσει καταστάσεις και να μην επισημάνει ότι στις κρισιμότερες στιγμές του Αγώνα, το 1824, η διχόνοια και οι εμφύλιες διαμάχες κόντεψε να τινάξει στον αέρα τον επικό αγώνα των Ελλήνων.
Ο άνισος αγώνας του Παπαφλέσσα με τους πολεμιστές του στο Μανιάκι και ο ηρωϊκός θάνατός τους στις 16 Μαΐου 1825 αποτέλεσε την ύστατη πράξη αυτοθυσίας ενός ανθρώπου που πίστεψε με όλη τη δύναμη της ψυχής του στην ιδέα της απελευθέρωσης.
Και ποιος θα περίμενε να επαναληφθεί με διαφορετικούς όρους έναν γεγονός ανάλογο με τη μάχη που έδωσε ο Λεωνίδας με τους «300» απέναντι στην πολεμική μηχανή του Ξέρξη.
Μετά το πέρας της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε επίμονα να μεταφέρουν ενώπιόν του τον νεκρό Παπαφλέσσα.
Όταν οι στρατιώτες τού έφεραν το ακέφαλο πτώμα του πελοποννήσιου οπλαρχηγού, διέταξε να τον στήσουν όρθιο πάνω σε ένα δέντρο.
Αιώνες πριν, μετά τον θάνατο όλων των Ελλήνων στην μάχη των Θερμοπυλών ο Ξέρξης διέταξε να βρεθεί το άψυχο σώμα του Λεωνίδα.
Μόλις βρέθηκε, ζήτησε να τον αποκεφαλίσουν και να το στήσουν όρθιο.
Ακόμα και η ιδέα αυτών των γεγονότων δείχνει ποιος είναι ο Έλληνας, ο οποίος στην πορεία των αιώνων παρέμεινε ρομαντικός, ονειροπαρμένος, αλλά και αγωνιστής που πολεμά λυσσαλέα.
Στα εννιά χρόνια της Επανάστασης δόθηκε επικός αγώνας στο όνομα της ελευθερίας, παρά τις εμπλοκές «Μεγάλων Δυνάμεων» που υπολόγιζαν σε κέρδη από την απελευθέρωση και σε μια ιδιότυπη κηδεμονία ενός μικρού βασιλείου στην εσχατιά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Τυπικά, η Ελλάδα έγινε πάλι ανεξάρτητο κράτος στις 3 Φεβρουαρίου 1830 όταν υπεγράφη το σχετικό Πρωτόκολλο του Λονδίνου.
Η συνέχεια του Ελληνισμού
Είτε το θέλουμε, είτε όχι η εκκλησία ήταν αυτή που λειτούργησε ως «κιβωτός του Νώε» για να επιβιώσει ο Ελληνισμός. Και δεν μιλάμε για το παπαδαριό του ιερατείου αλλά για ιερείς με πολλά κότσια που βρέθηκαν στο πλευρό του λαού.
Η συνέχεια της παράδοσης και η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας διατηρήθηκε χάρη στην εκκλησία.
Υπήρξαν ανώνυμοι ιερείς που έγιναν δάσκαλοι, παιδαγωγοί και σημαιοφόροι της εθνικής ιδέας, προσφέροντας ακόμα και τη ζωή τους.
Δεν επισήμανε άδικα στην προκήρυξή του ο Δημήτριος Υψηλάντης τη φράση «μαχού υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Αν δεν ήταν έτσι, ούτε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα έλεγε την αμίμητη φράση:
«Ο Θεός έδωσε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω».
Αν η παράδοση, οι ρίζες, η γλώσσα και τα κοινά χαρακτηριστικά των Ελλήνων θα είχαν φθαρεί δεν θα είχε γίνει η Επανάσταση του 1821. Αναφέραμε την ομοιότητα ανάμεσα στον Παπαφλέσσα και τον Λεωνίδα της Σπάρτης.
Φρόνιμο είναι να αναφέρουμε ότι ύστερα από 24 αιώνες ζωντανής ιστορίας, στα Δολιανά ανεφώνησε ο Νικηταράς προς τα ασκέρια των αγαρηνών: «Σταθείτε Πέρσαι να πολεμήσουμε», έτσι δρασκελίζει 24 αιώνες Ελληνικής ιστορίας.
Τυχαίο; Όχι αν αντιγράψουμε από τον Μακρυγιάννη:
«Πάμε να ιδούμε τους έλληνες εις το μέρος όπου κατοικούνε να βρούμε το γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμε, της χαροποιές ειδήσεις, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους».
Το ηθικό δίδαγμα είναι η διατήρηση των παραδόσεων και της ενότητας του Ελληνισμού πέρα και μακρυά από το σαράκι της διχόνοιας, το οποίο έπληξε τον Αγώνα του ’21 και καλλιεργείται πάλι από ξένα κέντρα στα σωθικά της κοινωνίας.
Τα μελανά σημεία
Λίγοι αναφέρονται στη διχόνοια που κόντεψε να ανατρέψει κάθε προσπάθεια και κάθε θυσία. Κάποιοι λένε ότι όπως η διχόνοια αποτελεί κατάρα κωδικοποιημένη στα χρωματοσώματα και τα γονίδιά μας.
Τη σκιαγράφησε ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» αναδεικνύοντας την τραγικότητα του Κρέοντα αλλά και αιώνες αργότερα ο Νίκος Καζαντζάκης στην τραγωδία «Μέλισσα» με σημείο αναφοράς τον τύραννο της Κορίνθου Κύψελο.
Κατά την έναρξη της επαναστάσεως, οι αγωνιστές ενωμένοι, μονιασμένοι, νικούσαν τον Τούρκο. Μόλις όμως απομακρύνθηκε κάπως ο κίνδυνος, ξέσπασε η επιδημία, άρχισε η φαγωμάρα.
Την άνοιξη του 1825 τα πράγματα είχαν ξεφύγει τελείως.
Στο Ναύπλιο, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός είπε στον Παπαφλέσσα:
«δεν θέλουμε να εννοήσουμε ότι τίποτε δεν εκάμαμε νικήσαντες τους Τούρκους, αν δεν νικήσουμε και σύντομα μάλιστα τα πάθη μας. (…) Η διχόνοια, να ο μεγάλος εχθρός. Αυτή ξεθεμελιώνει σπίτια, ρημάζει λαούς και βασίλεια. Αυτή θα μας φάει…».
Στον Εθνικό Ύμνο, ο Διονύσιος Σολωμός χαρακτήρισε τη διχόνοια «δολερή» και την παρουσίασε να κρατά ένα σκήπτρο το σύμβολο της εξουσίας και χαμογελαστά να το υπόσχεται σ’ όλους.
Γι’ αυτό κι ο Μακρυγιάννης έφθασε στο σημείο να παραδεχθεί ότι «τα πολλά εγώ δεν κατόρθωσαν να γίνουν εμείς».
Η διχόνοια οδήγησε τους Έλληνες στους «προστάτες».
Τότε οι «Μεγάλες Δυνάμεις» και σήμερα οι «δανειστές» και οι «διεθνείς τοκογλύφοι».
Η ιστορία του Ναυαρίνου και η επέμβαση των προστατιδών δυνάμεων αποδεικνύει ότι χωρίς ενότητα θα είμαστε πάντα μικροί και ελεγχόμενοι…
Η 25η Μαρτίου 1821 αποτελεί μία από τις ημερομηνίες – σταθμούς στη μακραίωνη ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σε μια γωνιά γης στην οποία γεννήθηκε, έζησε κι αναπτύχθηκε ο πολιτισμός.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, καθώς και με την κατάκτηση κάθε σημείου που υπήρχαν Έλληνες χάθηκε κάθε έννοια ανεξαρτησίας κάτω από τον οθωμανικό ζυγό.
Όπως διαπιστώνουν σύγχρονοι ιστορικοί και μελετητές, ο ελληνικός λαός έδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή.
Διωγμοί, σφαγές, βίαιος εξισλαμισμός, παιδομάζωμα ήταν μερικές από τις μεθόδους που μετήλθαν οι Οθωμανοί για να εξαφανίσουν τον Ελληνισμό.
Πέρασαν σχεδόν τέσσερις αιώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων το έθνος επέζησε από μια «Οδύσσεια» χάρη στη συσπείρωσή του σε εθνικούς θεσμούς, όπως η εκκλησία, στις κοινότητες με την ορθοδοξία ως βασικό χαρακτηριστικό και φυσικά στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης.
Με επιμονή και επιμονή οι Έλληνες προετοίμαζαν την εξέγερσή τους. Ήδη πριν έγιναν πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες αλλά το πρωϊνό της 25ης Μαρτίου 1821, ανήμερα του Ευαγγελισμού, άναψε το φυτίλι της επανάστασης.
Δεν γνωρίζουμε τις εκδοχές που παρουσιάζουν ορισμένοι για τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της ελευθερίας.
Γνωρίζουμε ότι βροντοφώναξε την απόφαση των Ελλήνων για Ελευθερία ή Θάνατο.
Χαρακτηριστικές είναι οι επισημάνσεις του Θεόδωρου Κολοτρώνη.
Έλεγε ότι «όταν αποφασίσαμε να κάνουμε την επανάσταση, δεν συλλογιστήκαμε ούτε πόσοι είμαστε, ούτε πως οι Τούρκοι είναι πολλοί και κρατούν τα κάστρα, σαν βροχή έπεσε σε όλους μας ο πόθος για την ελευθερία και όλοι μαζί μικροί και μεγάλοι σε αυτόν τον κόσμο αποφασίσαμε να ελευθερωθούμε ή να πεθάνουμε».
Αυτή είναι η αλήθεια.
Η επανάσταση του 1821 αποτελεί μία από τις ευγενέστερες και ιερότερες στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας και συγκρίνεται με αυτήν στη Γαλλία, το 1789.
Μόνο που η ελληνική επανάσταση είχε συγκινητικότερη διάσταση και υψηλότερα ιδανικά. Δεν ήταν απλά μια κοινωνική εξέγερση.
Ήταν ξεσηκωμός πολιτικός, πολιτιστικός και με επίκεντρο τον άνθρωπο που διεκδικεί δικαιώματα, ελευθερία, ανεξαρτησία και δικαιοσύνη από έναν ανελέητο ζυγό.
Ποιος δεν μπορεί να θυμηθεί την Έξοδο του Μεσολογγίου και τα πάθη των ελεύθερων πολιορκημένων της ιερής πόλης, όπως αποκάλεσε τον κλήρο και το λαό ο Διονύσιος Σολωμός στο κορυφαίο ποιητικό σύνθεμά του.
Από το ανθρώπινο επίπεδο, η εξιστόρηση αυτού του σημαντικού γεγονότος πήρε τη διάσταση του μυθικού.
Οι θυσίες σε Μεσολόγγι και Μανιάκι
Η θυσία των Ελλήνων στο Μεσολόγγι απέδειξε σε όλο τον τότε πολιτισμένο κόσμο ότι δεν υπάρχει πολυτιμότερο αγαθό από την ελευθερία. Κανείς δεν θα προσπαθήσει να ωραιοποιήσει καταστάσεις και να μην επισημάνει ότι στις κρισιμότερες στιγμές του Αγώνα, το 1824, η διχόνοια και οι εμφύλιες διαμάχες κόντεψε να τινάξει στον αέρα τον επικό αγώνα των Ελλήνων.
Ο άνισος αγώνας του Παπαφλέσσα με τους πολεμιστές του στο Μανιάκι και ο ηρωϊκός θάνατός τους στις 16 Μαΐου 1825 αποτέλεσε την ύστατη πράξη αυτοθυσίας ενός ανθρώπου που πίστεψε με όλη τη δύναμη της ψυχής του στην ιδέα της απελευθέρωσης.
Και ποιος θα περίμενε να επαναληφθεί με διαφορετικούς όρους έναν γεγονός ανάλογο με τη μάχη που έδωσε ο Λεωνίδας με τους «300» απέναντι στην πολεμική μηχανή του Ξέρξη.
Μετά το πέρας της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε επίμονα να μεταφέρουν ενώπιόν του τον νεκρό Παπαφλέσσα.
Όταν οι στρατιώτες τού έφεραν το ακέφαλο πτώμα του πελοποννήσιου οπλαρχηγού, διέταξε να τον στήσουν όρθιο πάνω σε ένα δέντρο.
Αιώνες πριν, μετά τον θάνατο όλων των Ελλήνων στην μάχη των Θερμοπυλών ο Ξέρξης διέταξε να βρεθεί το άψυχο σώμα του Λεωνίδα.
Μόλις βρέθηκε, ζήτησε να τον αποκεφαλίσουν και να το στήσουν όρθιο.
Ακόμα και η ιδέα αυτών των γεγονότων δείχνει ποιος είναι ο Έλληνας, ο οποίος στην πορεία των αιώνων παρέμεινε ρομαντικός, ονειροπαρμένος, αλλά και αγωνιστής που πολεμά λυσσαλέα.
Στα εννιά χρόνια της Επανάστασης δόθηκε επικός αγώνας στο όνομα της ελευθερίας, παρά τις εμπλοκές «Μεγάλων Δυνάμεων» που υπολόγιζαν σε κέρδη από την απελευθέρωση και σε μια ιδιότυπη κηδεμονία ενός μικρού βασιλείου στην εσχατιά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Τυπικά, η Ελλάδα έγινε πάλι ανεξάρτητο κράτος στις 3 Φεβρουαρίου 1830 όταν υπεγράφη το σχετικό Πρωτόκολλο του Λονδίνου.
Η συνέχεια του Ελληνισμού
Είτε το θέλουμε, είτε όχι η εκκλησία ήταν αυτή που λειτούργησε ως «κιβωτός του Νώε» για να επιβιώσει ο Ελληνισμός. Και δεν μιλάμε για το παπαδαριό του ιερατείου αλλά για ιερείς με πολλά κότσια που βρέθηκαν στο πλευρό του λαού.
Η συνέχεια της παράδοσης και η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας διατηρήθηκε χάρη στην εκκλησία.
Υπήρξαν ανώνυμοι ιερείς που έγιναν δάσκαλοι, παιδαγωγοί και σημαιοφόροι της εθνικής ιδέας, προσφέροντας ακόμα και τη ζωή τους.
Δεν επισήμανε άδικα στην προκήρυξή του ο Δημήτριος Υψηλάντης τη φράση «μαχού υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Αν δεν ήταν έτσι, ούτε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα έλεγε την αμίμητη φράση:
«Ο Θεός έδωσε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω».
Αν η παράδοση, οι ρίζες, η γλώσσα και τα κοινά χαρακτηριστικά των Ελλήνων θα είχαν φθαρεί δεν θα είχε γίνει η Επανάσταση του 1821. Αναφέραμε την ομοιότητα ανάμεσα στον Παπαφλέσσα και τον Λεωνίδα της Σπάρτης.
Φρόνιμο είναι να αναφέρουμε ότι ύστερα από 24 αιώνες ζωντανής ιστορίας, στα Δολιανά ανεφώνησε ο Νικηταράς προς τα ασκέρια των αγαρηνών: «Σταθείτε Πέρσαι να πολεμήσουμε», έτσι δρασκελίζει 24 αιώνες Ελληνικής ιστορίας.
Τυχαίο; Όχι αν αντιγράψουμε από τον Μακρυγιάννη:
«Πάμε να ιδούμε τους έλληνες εις το μέρος όπου κατοικούνε να βρούμε το γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμε, της χαροποιές ειδήσεις, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους».
Το ηθικό δίδαγμα είναι η διατήρηση των παραδόσεων και της ενότητας του Ελληνισμού πέρα και μακρυά από το σαράκι της διχόνοιας, το οποίο έπληξε τον Αγώνα του ’21 και καλλιεργείται πάλι από ξένα κέντρα στα σωθικά της κοινωνίας.
Τα μελανά σημεία
Λίγοι αναφέρονται στη διχόνοια που κόντεψε να ανατρέψει κάθε προσπάθεια και κάθε θυσία. Κάποιοι λένε ότι όπως η διχόνοια αποτελεί κατάρα κωδικοποιημένη στα χρωματοσώματα και τα γονίδιά μας.
Τη σκιαγράφησε ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» αναδεικνύοντας την τραγικότητα του Κρέοντα αλλά και αιώνες αργότερα ο Νίκος Καζαντζάκης στην τραγωδία «Μέλισσα» με σημείο αναφοράς τον τύραννο της Κορίνθου Κύψελο.
Κατά την έναρξη της επαναστάσεως, οι αγωνιστές ενωμένοι, μονιασμένοι, νικούσαν τον Τούρκο. Μόλις όμως απομακρύνθηκε κάπως ο κίνδυνος, ξέσπασε η επιδημία, άρχισε η φαγωμάρα.
Την άνοιξη του 1825 τα πράγματα είχαν ξεφύγει τελείως.
Στο Ναύπλιο, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός είπε στον Παπαφλέσσα:
«δεν θέλουμε να εννοήσουμε ότι τίποτε δεν εκάμαμε νικήσαντες τους Τούρκους, αν δεν νικήσουμε και σύντομα μάλιστα τα πάθη μας. (…) Η διχόνοια, να ο μεγάλος εχθρός. Αυτή ξεθεμελιώνει σπίτια, ρημάζει λαούς και βασίλεια. Αυτή θα μας φάει…».
Στον Εθνικό Ύμνο, ο Διονύσιος Σολωμός χαρακτήρισε τη διχόνοια «δολερή» και την παρουσίασε να κρατά ένα σκήπτρο το σύμβολο της εξουσίας και χαμογελαστά να το υπόσχεται σ’ όλους.
Γι’ αυτό κι ο Μακρυγιάννης έφθασε στο σημείο να παραδεχθεί ότι «τα πολλά εγώ δεν κατόρθωσαν να γίνουν εμείς».
Η διχόνοια οδήγησε τους Έλληνες στους «προστάτες».
Τότε οι «Μεγάλες Δυνάμεις» και σήμερα οι «δανειστές» και οι «διεθνείς τοκογλύφοι».
Η ιστορία του Ναυαρίνου και η επέμβαση των προστατιδών δυνάμεων αποδεικνύει ότι χωρίς ενότητα θα είμαστε πάντα μικροί και ελεγχόμενοι…
Κι αυτά δεν τα λέμε εμείς αλλά οι πρωταγωνιστές του 1821 που έδωσαν τη ζωή τους κι έγιναν ήρωες.
πηγή ellinilatris.