Του Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ
Ὁ
κ. Δημήτρης Ἀβραμόπουλος, Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν, ὁ ὁποῖος ἀπηξίωσε νά
ἀπαντήσει στό ὑπ’ ἀριθμ. ἡμ. Πρωτ. 36/9.1.2013 φιλάδελφο ἔγγραφό μας γιά
τήν προστασία τῆς πατρίδος ἀπό τίς δύο σφηκοφωλιές τῆς γείτονος, τά
Τουρκικά Προξενεῖα Κομοτηνῆς καί Ρόδου μέ τήν ἐφαρμογή τῶν προβλεπομένων
στό διεθνές δίκαιο καί τόν ὁποῖο δυστυχῶς εἶχα ἀποκαλέσει καί φίλο καί ὁ
ὁποῖος «ἀναλύθηκε θεατρικῶς» σέ «κροκοδείλια δάκρυα» γιά τήν
ἐγκληματική ἀπαγωγή τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Σεβ. Μητροπολίτου Χαλεπίου κ.
Παύλου, κατά σάρκα ἀδελφοῦ τοῦ Μακ. Πατριάρχου Ἀντιοχείας κ.κ. Ἰωάννου
καί τοῦ Συροϊακωβίτου «Ἐπισκόπου» Χαλεπίου κ. Ἰωάννου καί τήν
κακουργηματική δολοφονία καί σφαγή τῶν συνοδῶν των διακόνου καί ὁδηγοῦ
ἀπό τούς καθοδηγουμένους ἀπό τίς ΗΠΑ καί τήν Σαουδική Ἀραβία, τό Κατάρ
καί τήν Τουρκία φονταμενταλιστές Ἰσλαμιστές ἀντάρτες τῆς λεγόμενης
Συριακῆς Ἀντιπολίτευσης τήν ἴδια στιγμή πού «χασκογέλαγε» στήν πρόσφατη
σύνοδο τοῦ ΝΑΤΟ στίς Βρυξέλλες μέ τόν ἐνορχηστρωτή ὅλης αὐτῆς τῆς
αἰσχρῆς συμμορίας Ὑπουργό Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ κ. Τζών Κέρυ (ΕΘΝΟΣ
24.4.2013, σελ. 11) καί τήν ἴδια στιγμή πού συνεδρίαζε ἀνερυθριάστως μέ
τή συμμετοχή τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν ἀπαγωγέων, ἡγέτη τῆς λεγόμενης Συριακῆς
ἀντιπολίτευσης κ. G. Sabra...
Ἐνδεικτική
γιά τά ἀνωτέρω ἡ πρόσφατη δήλωση στό CNN τοῦ μεγάλου μουφτῆ τῆς Συρίας
Ahmad Badr Al Din Hassoun
(http://edition.cnn.com/video/?hpt=hp_c5#/video/bestoftv/2013/05/10/intv-pleitgen-syria-mufti.cnn)
ὅτι μόνο ἡ ἐντολή τοῦ Κατάρ, τῆς Σαουδικῆς Ἀραβίας καί τῆς Τουρκίας,
προτεκτοράτων καί ἐντολοδόχων τῶν ΗΠΑ μπορεῖ νά ἀπελευθερώσει -ἄν ἀκόμα
ζοῦν- τούς δύο ἀπαχθέντες.
Ὁ ἀνωτέρω λοιπόν πολυτάλαντος κ. Ὑπουργός τῶν Ἐξωτερικῶν «ὁμίλησε» καί τί εἶπε;
Στήν
ἀπάντησή του πρός τόν ἀνεξάρτητο Βουλευτή κ. Ν. Νικολόπουλο
δικαιολόγησε τήν ἀπόφαση «θεσμοθέτησης» οὐσιαστικά τοῦ Ἰσλάμ ἀπό τό
Ἑλληνικό Κράτος στοιχούμενος μέ τόν ἕτερο ἀγωνιστή τῆς δημοκρατίας κ. Γ.
Καμίνη πού προπαγανδίζει τό ὅραμα τοῦ κ. Σόρος, γνωστοῦ Σιωνιστοῦ
διατάκτη γιά τήν Ἰσλαμοποίηση τῆς Ἀθήνας μέ τά ἑξῆς φαιδρεπίφαιδρα
λόγια: «...Η κυβέρνηση με διαφάνεια προβαίνει σε κινήσεις που μπορούν να
ελεγχθούν από όλους και δεν ετεροπροσδιορίζονται από σκοπιμότητες...
τις δράσεις της κυβερνήσεως τις προσδιορίζει το καλώς νοούμενο εθνικό
συμφέρον και την απόφαση για την ίδρυση τεμένους στην Αθήνα την έχει
προσδιορίσει ακριβώς αυτό το εθνικό συμφέρον, σε βάθος χρόνου, που
περιλαμβάνει σειρά κυβερνήσεων».
(http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=
512351). Μέ τήν ἀπάντησή του ὅμως αὐτή ἀποδεικνύεται ἄμοιρος τῶν
νομικῶν θεμάτων καί τῶν συνταγματικῶν παραβιάσεων ἰδιαίτερα τῶν ἀρχῶν
τῆς ἰσότητος καί τῆς ἀναλογικότητος πού προκύπτουν εὐθέως ἀπό τήν
πρακτική στό συγκεκριμένο θέμα τῶν κυβερνώντων καί τῶν ἀντισυνταγματικῶς
νομοθετησάντων. Γι’ αὐτό καί προσφύγαμε στό Ἀνώτατο Ἀκυρωτικό
Δικαστήριο.
Ἐπειδή ἐπιθυμοῦμε ὁ κ. Ἀβραμόπουλος νά δίδει σαφέστερες ἀπαντήσεις ἄς τοῦ κάνομε ἕνα μικρό φροντιστήριο:
Μὲ
τὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 43 τοῦ Συντάγματος παρέχεται στὸν κοινὸ νομοθέτη
τὸ δικαίωμα νὰ μεταβιβάζει τὴν ἁρμοδιότητά του πρὸς θέσπιση κανόνων
δικαίου στὴν ἐκτελεστικὴ ἐξουσία.
Τίθεται
δὲ ὁ κανόνας, ὅτι ἡ σχετικὴ νομοθετικὴ ἐξουσιοδότηση παρέχεται πρὸς τὸν
Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας, ὡς ἀρχηγὸ τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, ποὺ ἀσκεῖ
τὴν μεταβιβαζόμενη ἁρμοδιότητα μὲ προεδρικὰ διατάγματα, μὲ τὰ ὁποῖα
ρυθμίζονται εἴτε θέματα καθοριζόμενα σὲ γενικὸ πλαίσιο ὑπὸ ὁρισμένους
ὅρους μὲ νόμους ποὺ ψηφίζονται ἀπὸ τὴν Ὁλομέλεια τῆς Βουλῆς
(νόμους-πλαίσια) εἴτε εἰδικὰ θέματα προσδιοριζόμενα συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν
ἐξουσιοδοτικὴ νομοθετικὴ διάταξη.
Ἐπιτρέπεται,
ὅμως, κατ’ ἐξαίρεση ἀπὸ τὸν τιθέμενο ὡς ἄνω κανόνα, νὰ ὁρισθοῦν ὡς
φορεῖς τῆς κατ’ ἐξουσιοδότηση ἀσκούμενης κανονιστικῆς ἁρμοδιότητος καὶ
ἄλλα, πλὴν τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, ὄργανα τῆς Διοικήσεως, ἐφ’ ὅσον
πρόκειται γιὰ εἰδικώτερα θέματα ἢ θέματα μὲ τοπικὸ ἐνδιαφέρον ἢ μὲ
χαρακτήρα τεχνικὸ ἢ λεπτομερειακὸ (βλ. ΣτΕ 3973/2009 Ὁλ.).
Ὡς
«εἰδικότερα» θέματα, γιὰ τὴν ρύθμιση τῶν ὁποίων ἐπιτρέπεται ἡ
νομοθετικὴ ἐξουσιοδότηση σὲ ἄλλα πλὴν τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας
ὄργανα τῆς Διοικήσεως, ἀποτελοῦν μερικότερες περιπτώσεις θεμάτων ποὺ
ρυθμίζονται ἤδη, σὲ γενικὸ ἔστω, ἀλλὰ πάντως ὁρισμένο πλαίσιο, στὸ ἴδιο
τὸ κείμενο τοῦ τυπικοῦ νόμου (βλ. ΣτΕ 4025/1998 Ὁλ., 2815/2004 Ὁλ.,
125/2009 Ὁλ.).
Στὴν
προκειμένη περίπτωση, ἡ ἐξουσιοδοτικὴ πράξη τοῦ ἄρθρου 3 πάρ. 5 τοῦ Ν.
3512/2006, εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 43 παρ. 2 τοῦ
Συντάγματος ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὁρισμένη, ἀφοῦ ἐλλείπει ἡ
ὁριοθέτηση καὶ ἀπαρίθμηση τῶν εἰδικότερων καὶ μερικότερων θεμάτων ποὺ
μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν ἀντικείμενο ρύθμισης κατὰ νομοθετικὴ
ἐξουσιοδότηση.
Ἑπομένως,
δὲν εἶναι συνταγματικῶς ἐπιτρεπτὴ ἡ ἐπίμαχη ἐξουσιοδότηση καὶ ὡς ἐκ
τούτου ἡ προσβαλλόμενη πράξη εἶναι παράνομη καὶ ἀνίσχυρη διότι ἔχουν
θεσπισθεῖ μὲ βάση ἀντισυνταγματική, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, καί, ὡς ἐκ τούτου,
ἀνίσχυρη διάταξη νόμου.
Ὡσαύτως
τὸ ἰσχῦον νομοθετικὸ πλαίσιο στὴν ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη ὅσον ἀφορᾶ τὸ
ζήτημα τῆς ἀνέγερσης χώρων λατρείας ὁποιουδήποτε δόγματος, σύμφωνα μὲ τὸ
ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος καὶ τὸ ἄρθρο 9 τῆς Σύμβασης «γιὰ τὴν
προάσπιση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν»
(Ε.Σ.Δ.Α.), ποῦ κυρώθηκε μὲ τὸ Ν.Δ. 53/1974, καὶ εἰδικότερα, τὸ ἄρθρο 1
τοῦ Α.Ν. 1363/1938 (Α΄ 305), ὅπως ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸ ἄρθρο 1 τοῦ Α.Ν.
1672/1939 (Α΄ 123).
Οἱ
διατάξεις τοῦ νόμου αὐτοῦ κρίθηκαν συνταγματικὲς στὸ μέτρο ποὺ
προβλέπουν ὅτι ἡ ἀνέγερση ἢ ἡ θέση σὲ λειτουργία εὐκτηρίου οἴκου, ὡς
χώρου θρησκευτικῆς λατρείας ἑτεροδόξων ἢ ἐτεροθρήσκων σὲ σχέση μὲ τοὺς
χριστιανοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἶναι ἐπιτρεπτὴ μόνον κατόπιν
ἀδείας, ἡ ὁποία χορηγεῖται στοὺς ἐνδιαφερόμενους ἀπὸ ὄργανο τῆς
Διοικήσεως κατὰ δεσμία ἁρμοδιότητα κατόπιν διαπιστώσεως, ἐπὶ τὴ βάσει
ἀντικειμενικῶν στοιχείων, ὅτι αὐτοὶ τελοῦν θρησκευτικὴ λατρεία ὑπὸ τοὺς
ὅρους τοῦ Συντάγματος, λαμβανομένης ὑπ’ ὄψη καὶ τῆς φύσεως αὐτῶν τῶν
ὅρων.
Εἰδικότερα
μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθ. 4202/2012 ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ ΣτΕ. κρίθηκε ὅτι
δὲν ἀντιβαίνουν στὸ ἄρθρο 13 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος: α) τὸ ἄρθρο 1 τοῦ
Α.Ν. 1363/1938, ὅπως ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸ ἄρθρο 1 τοῦ Α.Ν. 1672/1939,
καθ’ ὅ μέρος ὁρίζει ὅτι γιὰ τὴν ἀνέγερση ἢ λειτουργία εὐκτηρίου οἴκου
ἑτεροδόξων ἢ ἐτεροθρήσκων σὲ σχέση μὲ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος χορηγεῖται ἄδεια σύμφωνα μὲ διατάξεις ποὺ καθορίζονται μὲ
σχετικὸ Διάταγμα καὶ β) οἱ διατάξεις τοῦ κατ’ ἐξουσιοδότησή του ὡς ἄνω
ἄρθρου ἐκδοθέντος Β.Δ./τὸς τῆς 205/2.6.1939, καθ’ ὁ μέρος καθιστοῦν
ἀποκλειστικῶς ἁρμόδιο γιὰ τὴ χορήγηση τῆς ἐν λόγω ἀδείας τὸν ἔχοντα
γενικὴ ἁρμοδιότητα ἐπὶ τῶν ὑποθέσεων τῶν Θρησκευμάτων Ὑπουργὸ (ἄνευ
συμπράξεως ἐκκλησιαστικῆς ἢ ἄλλης ἀρχῆς) καὶ περαιτέρω ὁρίζουν ὅτι ἡ
ἄδεια χορηγεῖται κατ’ αἴτηση ἐνδιαφερομένων.
Ἡ
μὴ ὑποβολὴ αἴτησης κατὰ τὶς παραπάνω, κριθεῖσες συνταγματικὲς
διατάξεις, γιὰ τὴν χορήγηση ἀδείας, ἀναφέρεται ὡς μία ἀπὸ τὶς βασικὲς
αἰτίες γιὰ τὴ μὴ λειτουργία τεμένους στὴν Ἀττική, στὴν εἰσηγητικὴ ἔκθεση
τοῦ Ν. 3512/2006:
«Κύριες
αἰτίες γιὰ τὴ μὴ λειτουργία τεμένους στὴν Ἀττικὴ ἕως σήμερα στάθηκαν
ἀπὸ τὴ μία ἡ ἀπουσία ἑνιαίας ἔκφρασης τοῦ μουσουλμανικοῦ στοιχείου καὶ
ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ ὅτι δὲν εἶχε ὑποβληθεῖ ἕως σήμερα ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς
μουσουλμανικὲς κοινότητες ἐπίσημο αἴτημα στὸ Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας
καὶ Θρησκευμάτων, ποὺ εἶναι ὁ ἀποκλειστικὰ ἁρμόδιος φορέας γιὰ τὴ
χορήγηση τῶν σχετικῶν ἀδειῶν.»
Ἔτσι
ὁ νομοθέτης παρακάμπτοντας τὴν διαδικασία ποὺ προβλέπουν οἱ παραπάνω
διατάξεις, ἀναλαμβάνει τὴν πρωτοβουλία γιὰ τὴν ἀνέγερση μουσουλμανικοῦ
τεμένους, παραβιάζοντας ἀφενὸς οὐσιώδη τύπο τῆς διαδικασίας, ἤτοι τὴν
ὑποβολὴ αἰτήματος καὶ τὴν ἔκδοση ἀδείας ἀπὸ τὴν ἁρμόδια ἀρχή, καὶ
ἀφετέρου τὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητας ἀφοῦ ἐπιφυλάσσει προνομιακὴ μεταχείριση
στὴ θρησκευτικὴ μειονότητα τῶν μουσουλμάνων προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσει
τὴν, τεκμαιρόμενη κατὰ τὴν εἰσηγητικὴ ἔκθεση, ἀνάγκη τους γιὰ
δημιουργία χώρου λατρείας.
Ὅπως
ἔχει κριθεῖ (ΣτΕ 1847/2008,3059/2009 Ὁλ.), ἀπὸ τὶς διατάξεις τῶν ἄρθρων
4 παρ.1, 20 παρ.1, 24 παρ.1 καὶ 2, 26 καὶ 28 παρ.1 καὶ 2 τοῦ
Συντάγματος συνάγεται ὅτι δὲν ἀποκλείεται μὲν ἡ, κατ’ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴ
συνήθη διοικητικὴ διαδικασία ποὺ προβλέπεται ἀπὸ τὴν κείμενη νομοθεσία,
θέσπιση μὲ τυπικὸ νόμο ἀτομικῶν ρυθμίσεων χωροταξικοῦ καὶ πολεοδομικοῦ
σχεδιασμοῦ, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅμως ὅτι μὲ τὶς ρυθμίσεις αὐτὲς δὲν
θίγονται ἀτομικὰ δικαιώματα καὶ δὲν παραβιάζονται ἄλλες συνταγματικὲς
διατάξεις ἢ ἀρχές, καθὼς καὶ οἱ σχετικοὶ ὁρισμοὶ τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου.
Ἐφ’
ὅσον, πάντως, πρόκειται γιὰ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς διακρίσεως τῶν
λειτουργιῶν, ἡ θέσπιση ἀτομικῶν ρυθμίσεων χωροταξικοῦ καὶ πολεοδομικοῦ
σχεδιασμοῦ μὲ τυπικὸ νόμο εἶναι δυνατὴ μόνο σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις
καί, ἑπομένως, οἱ λόγοι ποὺ ἐπιβάλλουν τὴν ἀνωτέρω ἀπόκλιση καὶ οἱ
ὁποῖοι ἀνάγονται ὄχι στὴ διαδικασία ψηφίσεως τοῦ νόμου ἀλλὰ στὶς
προϋποθέσεις ἀσκήσεως τῆς νομοθετικῆς λειτουργίας πρέπει νὰ προκύπτουν
ἀπὸ τὶς προπαρασκευαστικὲς ἐργασίες τοῦ νόμου (βλ. καὶ ΣτΕ 1581/2009,
παραπ. Ὁλ.)
Ἀπὸ
τὶς προπαρασκευαστικὲς ἐργασίες ὡστόσο τόσο τοῦ ἄρθρου 29 παρ. 5 ἐδ. β΄
τοῦ ν. 4014/2011 ὅσο καὶ τοῦ ἄρθρου 3 παρ. 5 τοῦ ν. 3512/2006, δὲν
προκύπτουν σὲ κανένα σημεῖο οἱ λόγοι προσφυγῆς στὴ εἰδικὴ αὐτὴ
διαδικασία, παρὰ μόνο ἀναδεικνύεται μία προσπάθεια τῆς πολιτικῆς
ἐξουσίας νὰ ρυθμίσει τὸ ἐπίμαχο ζήτημα, κατὰ καταστρατήγηση τοῦ
δικαστικοῦ ἐλέγχου. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἐπίμαχη ρύθμιση παρίσταται προδήλως
ἀντισυνταγματικὴ καὶ ἀντίθετη στὴν πάγια νομολογία τοῦ ΣτΕ.
Τὸ
ἄρθρο 24 τοῦ Συντάγματος ἀπευθύνει ἐπιταγὲς στὸ νομοθέτη (κοινὸ ἢ
κανονιστικὸ) νὰ ρυθμίσει τὴν χωροταξικὴ ἀνάπτυξη καὶ πολεοδομικὴ
διαμόρφωση τῆς χώρας μὲ βάση ὀρθολογικὸ σχεδιασμό, ὑπαγορευόμενο ἀπὸ
πολεοδομικὰ κριτήρια, σύμφωνα μὲ τὴ φυσιογνωμία, τὶς ἰδιαιτερότητες καὶ
τὶς ἀνάγκες κάθε περιοχῆς. Κριτήρια γιὰ τὴν χωροταξικὴ ἀναδιάρθρωση καὶ
τὴν πολεοδομικὴ ἀνάπτυξη τῶν πόλεων καὶ τῶν οἰκιστικῶν ἐν γένει περιοχῶν
εἶναι ἡ ἐξυπηρέτηση τῆς λειτουργικότητας καὶ τῆς ἀναπτύξεως τῶν
οἰκισμῶν καὶ ἡ ἐξασφάλιση τῶν καλυτέρων δυνατῶν ὅρων διαβιώσεως τῶν
κατοίκων.
Κατ’
ἀκολουθίαν τούτων, ἀπαγορεύεται, καταρχήν, ἡ λήψη μέτρων ποὺ ἐπιφέρουν
ἐπιδείνωση τῶν ὅρων διαβιώσεως καὶ ὑποβάθμιση τοῦ ὑπάρχοντος φυσικοῦ ἢ
τοῦ διαγραφομένου ἀπὸ τὴν ἰσχύουσα πολεοδομικὴ νομοθεσία οἰκιστικοῦ
περιβάλλοντος.
Ἡ
τήρηση τῆς συνταγματικῆς αὐτῆς ἐπιταγῆς ὑπόκειται στὸν ὁριακὸ ἔλεγχο
τοῦ ἀκυρωτικοῦ δικαστῆ, ὁ ὁποῖος ὀφείλει, βάσει τῶν διδαγμάτων τῆς
κοινῆς πείρας, νὰ σταθμίσει, σὲ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κατὰ πόσο
ὑποβαθμίζεται τὸ περιβάλλον.
Εἰδικότερα,
κατὰ τὸν καθορισμὸ ἢ τὴν τροποποίηση χρήσεων γῆς, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν
οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς κατὰ τὸ ἄρθρο 24 τοῦ Συντάγματος ἐπιβαλλομένης,
κατὰ τὰ ἀνωτέρω, ὀρθολογικῆς χωροταξίας καὶ πολεοδομίας καὶ καθορίζουν
τὴν πολεοδομικὴ φυσιογνωμία κάθε οἰκισμοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία, ἐνόψει καὶ τῶν
ἰδιαίτερων χαρακτηριστικῶν του, ἐξαρτᾶται ἡ λειτουργικότητά του, πρέπει
νὰ ἀναζητεῖται ὁ πλέον πρόσφορος τρόπος θεραπείας τῶν πολεοδομικῶν
ἀναγκῶν, δυνάμει γενικῶν καὶ ἀντικειμενικῶν κριτηρίων, συναπτομένων πρὸς
τὸν σεβασμὸ τοῦ περιβάλλοντος, τὴν ἀσφάλεια, ὑγιεινὴ καὶ αἰσθητική,
ἀλλὰ καὶ τὴν λειτουργικότητα τῶν πόλεων καὶ οἰκισμῶν, τὴν ἱκανότητά
τους, δηλαδή, νὰ ἐπιτελοῦν τὴν κύρια λειτουργία τους.
Κατὰ
τὴν θέσπιση χωροταξικῶν καὶ πολεοδομικῶν ρυθμίσεων τόσο ἡ Διοίκηση, ὅσο
καὶ ὁ κοινὸς νομοθέτης ὀφείλουν, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ ἀνωτέρω
σκοπὸς τῆς ἐξυπηρετήσεως τῆς λειτουργικότητας καὶ τῆς ἀναπτύξεως τῶν
οἰκισμῶν καὶ τῆς ἐξασφαλίσεως τῶν καλυτέρων ὅρων διαβιώσεως, νὰ
λαμβάνουν ὑπόψη τὰ πορίσματα καὶ τὶς ἐφαρμογὲς τῶν ἐπιστημῶν τῆς
χωροταξίας καὶ τῆς πολεοδομίας, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλης ἐπιστήμης ποὺ ἀφορᾶ
στὴν συγκεκριμένη ρύθμιση.
Ἑπομένως,
νομοθετικὴ ρύθμιση μὲ τέτοιο περιεχόμενο εἶναι συνταγματικῶς ἐπιτρεπτή,
μόνον ἐφόσον ἔχει ψηφισθεῖ μετὰ ἀπὸ ἐκτίμηση εἰδικῆς γιὰ τὴν
προτεινόμενη ρύθμιση ἐπιστημονικῆς μελέτης (βλ. ΣτΕ 418/2011(Ὁλ.)
123/2007, 3838/2009). Ἡ ἀπουσία οἱασδήποτε αἰτιολογίας, προκύπτει
ἀβίαστα ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς παρεμπιπτόντως ἐξεταζόμενης νομοθετικῆς
διάταξης, γεγονὸς ποὺ τὴν καθιστὰ ἀντίθετη στὸ ὡς ἄνω ἄρθρο τοῦ
Συντάγματος.
Μὲ
τὸν Ν.3512/2006 δὲν αἰτιολογεῖται ἐπαρκῶς ἡ ἀναγκαιότητα τῆς κατασκευῆς
τοῦ ἔργου στὴν περιοχὴ τοῦ Βοτανικοῦ, στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, μὲ
παραχώρηση τμήματος κοινοχρήστου χώρου, καὶ δὴ σὲ μία πόλη ποὺ κατ’
ἐξοχὴν στερεῖται κοινοχρήστων χώρων. Κατὰ τὴ νομοθετικὴ λοιπὸν
χωροθέτηση τοῦ συγκεκριμένου ἔργου, δὲν ἐλήφθη ὑπόψη ἡ ἐπιβάρυνση τοῦ
περιβάλλοντος (οἰκιστικοῦ, πολιτιστικοῦ καὶ ἀνθρωπογενοῦς) ποὺ θὰ
προκύψει μὲ βεβαιότητα ἀπὸ τὴν κατασκευὴ καὶ λειτουργία στὸ συγκεκριμένο
χῶρο τόσο τοῦ τεμένους ὅσο καὶ τοῦ γηπέδου τοῦ Παναθηναϊκοῦ. Ὡστόσο, ἡ
ἐπιλογὴ τοῦ συγκεκριμένου χώρου ἔγινε ἄνευ εἰδικῆς καὶ ἐμπεριστατωμένης
αἰτιολογίας καὶ χωρὶς νὰ προκύπτει ὅτι ἐξετάστηκαν ἢ σταθμίστηκαν ἄλλες
ἐναλλακτικὲς λύσεις.
Ἐξάλλου,
ὅπως ἔχει κριθεῖ νομολογιακά, ἡ διατήρηση τῶν κοινοχρήστων χώρων καὶ
μάλιστα τῶν χώρων πρασίνου, ἀποτελεῖ πρωταρχικὸ ὄρο γιὰ τὴν προστασία
τῶν πόλεων καὶ τῶν οἰκισμῶν, ὥστε ἡ μείωσή τους ἢ ἡ ἀναίρεση τῆς
πολεοδομικῆς λειτουργίας τους νὰ συνιστᾶ ἀνεπίτρεπτη ἐπιδείνωση τῶν ὅρων
διαβιώσεως τῶν κατοίκων καὶ ὑποβάθμιση τοῦ περιβάλλοντος, ἡ σχετικὴ δὲ
ρύθμιση ὑπόκειται σὲ ἀκυρωτικὸ ἔλεγχο.
Ὁ
ἔλεγχος ὅμως αὐτός, ὡς ἔλεγχος ὁρίων δὲν ἐξαντλεῖται σὲ ἀριθμητικοὺς
ὑπολογισμοὺς τῆς ἐκτάσεως τῶν κοινοχρήστων χώρων, ἀλλὰ λαμβάνει ὑπόψη
καὶ κάθε στοιχεῖο τῆς συγκεκριμένης περιπτώσεως ποὺ ἐπιτρέπει στὸν
δικαστὴ ἀκόμη καὶ τὸ συμπέρασμα ὅτι συγχωρεῖται ἐν προκειμένω ἡ
ἀριθμητικὴ μείωση τῆς ἐκτάσεως τῶν Κοινοχρήστων Χώρων, ἐν ὄψει τοῦ
τελικοῦ, συνολικοῦ, ὀφέλους ποὺ προκύπτει γιὰ τὴν πόλη ἀπὸ τὴν
ἀναδιάταξη κοινοχρηστων χώρων καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ ἡ μείωση αὐτὴ
παρίσταται ὡς ἀπολύτως ἀναγκαία.
Ὁ
κανόνας αὐτὸς συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς βιώσιμης ἀνάπτυξης καὶ
τοῦ πολεοδομικοῦ κεκτημένου, στὸ μέτρο, ποὺ ὁποιαδήποτε μείωση τῶν
κοινόχρηστων χώρων συνιστᾶ πολεοδομικὴ ὀπισθοδρόμηση καὶ ἐπιδείνωση τῶν
ὅρων διαβίωσης τῶν κατοίκων.
Ἡ
ἀπαγόρευση ἀπομείωσης τῶν κοινόχρηστων χώρων ἀποτελεῖ, συνεπῶς, κανόνα
ἀναγνωρισμένο τόσο μὲ τὴν αὐξημένη τυπικὴ ἰσχὺ τοῦ Συντάγματος (ἄρθρ. 24
παρ. 2 Συντ.) ὅσο καὶ μὲ βάση τὸ εἰδικὸ νομοθετικὸ καθεστώς.
(βλ.
σχετ. Ἰ. Μαθιουδάκη, Ἡ ἀναδιάταξη τῶν κοινοχρήστων χώρων κατὰ τὴν
τροποποίηση τοῦ σχεδίου πόλης, Ἰαν. 2012, www.nomosphysis.gr)
Ἡ
ἀντίθεση τοῦ Ν.3516/2006 σὲ σειρὰ συνταγματικῶν διατάξεων λόγω της μὴ
θέσπισης περιορισμῶν ὅσον ἀφορᾶ τὴ λειτουργία τοῦ τεμένους εἶναι
ἀπόλυτη. Δυστυχῶς τὰ πρόσφατα γεγονότα μὲ τὶς βομβιστικὲς ἐπιθέσεις στή
Ν. Ὑόρκη, στὴ Βοστώνη καθώς καί ἡ τραγική ἀπαγωγή τοῦ Ἑλληνορθοδόξου
Μητροπολίτου Χαλεπίου κ.κ. Παύλου καί τοῦ Συροϊακωβίτου «’Επισκόπου»
Ἰωάννου καθώς καί ἡ ἐγκληματική σφαγή τοῦ Διακόνου καί τοῦ ὁδηγοῦ του
καὶ ἡ ἐγκληματική δράση τοῦ Ἰσλάμ σέ ἄλλες περιοχές σὲ ἄλλες περιοχὲς
ἀνὰ τὴν ὑφήλιο ἀναδεικνύουν ἔτι περαιτέρω τὴ σημασία τοῦ συγκεκριμένου
λόγου.
Ὁ
ὡς ἄνω νόμος θὰ ἔπρεπε νὰ προβαίνει σὲ ἀναλυτικὴ πρόβλεψη καὶ ρύθμιση
τῶν περιορισμῶν ὅσον ἀφορᾶ τὴν λειτουργία του, ρύθμιση ἡ ὁποία δὲν
μπορεῖ παρὰ νὰ ὑπερβαίνει τὶς γενικὲς ρυθμίσεις δημόσιας τάξης τῆς
ἔννομης τάξης μας.
Καὶ
τοῦτο, γιατί εἶναι προφανές, ὅτι δεδομένου τοῦ ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητου
χαρακτήρα τοῦ ζητήματος, δὲν μπορεῖ ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία νὰ ἀγνοεῖ
ἐνδεχόμενους κινδύνους τόσο ἀπὸ τὴ λειτουργία τοῦ τζαμιοῦ, στῦλος τῆς
θρησκευτικῆς παραδοχῆς τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ λεγόμενος Ἱερός πόλεμος κατά
τῶν ἀπίστων (Τζιχάντ) καί ἡ ἐπιβολή τῆς σαρίας (Ἰσλαμικοῦ Νόμου).
Οἱ
παράγοντες αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι θὰ καθιστοῦσαν τὴν περιοχὴ ἰδιαίτερα
«εὔφλεκτη», ἐπιτάσσουν τὴν αὐστηρὰ προσδιορισμένη ρύθμιση ἤδη ἀπὸ τὸν ὡς
ἄνω νόμο, ἡ δὲ ἀπουσία τέτοιων ρυθμίσεων τὸν καθιστᾶ, ὅπως καὶ τὴν
σχετική ὑπουργικὴ ἀπόφαση ἀντίθετους στὸ Σύνταγμα.
πηγή: Ι.Ν. Αγίων Χαραλάμπους & Αντωνίου Κρύα Ιτεών Πατρών: