Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Σταμάτης Σπανουδάκης μιλά για το Χριστό (απόσπασμα από παλαιότερη συνέντευξη)

Φωτογραφία: Ο Σταμάτης Σπανουδάκης μιλά για το Χριστό (απόσπασμα από παλαιότερη συνέντευξη)

Πάνε 30 χρόνια επίσης από τότε πού πρωτακούσαμε το τραγούδι σας «Σάν γοργό ποτάμι». Ηταν μία έκπληξη για μας να ακούμε ένα νέο συνθέτη να τραγουδά εκείνα τα χρόνια για τον Χριστό.

«”Ηταν μόλις…είχα πιστέψει στον Χριστό, το 1975, όταν άρχισα να γράφω τραγούδια απλά, για να πείσω κι άλλους να έρθουν κοντά Τον. Αργά στη ζωή μου ήρθε η πίστη. Ξανα-άνακάλυψα τον Χριστιανισμό στα δύσκολα νεανικά μου χρόνια. Ή δική μου Πεντηκοστή ήταν μία πολύ συγκεκριμένη χρονική στιγμή καί περίοδος από την οποία καί μετά άλλαξαν όλα. Πριν ήμουν αλλιώς καί μετά ήμουν αλλιώς. “Ετσι καί ή μουσική μου είναι προ Χριστού καί μετά Χριστόν. Καί τη διαφορά μεταξύ τους την ακούς, την καταλαβαίνεις».

- Που συνέβη ή επιστροφή σας;

«Γνώρισα τον Χριστό στη Γερμανία, όπου σπούδαζα μουσική. Αμέσως μετά επιστρέφω στην Ελλάδα, όπου γνωρίζομαι με τον π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλο καί -μαζί με άλλους νέους- ήμασταν μία συντροφιά συμπροσευχής. Σ’ αυτή την παρέα άρχισα να γράφω τραγούδια με στίχο εμπνευσμένο από τον Χριστό. Καί κάποια στιγμή είπαμε: δέν πάμε να τα τραγουδήσουμε πιο έξω; Έτσι πήγαμε σε πανεπιστήμια, σε ιδρύματα, σε ορφανοτροφεία, σε φυλακές. Ήταν τραγούδια εύκολα, για να παρασέρνω τον κόσμο να τραγουδά για τον Χριστό».

- Πόσο εύκολο ήταν αυτό;

«Ήταν μία εποχή δύσκολη, στην οποία πολλοί δεν ήθελαν να ακούν για τον Χριστό. Εγώ απλά τους έλεγα: ακόμη κι αν δεν συμφωνείτε με ό,τι πιστεύω, τουλάχιστον ακουστέ τα τραγούδια μου. Τότε συνειδητοποίησα οτι ό κόσμος δεν επικοινωνούσε. Χρησιμοποιούσε μόνο σλόγκαν για να αντικρούσει το πιστεύω του. Μόνο αν ερχόταν για τον καθένα ή ώρα τον Χριστού, αυτός διαλεγόταν, προβληματιζόταν, πίστευε. Έτσι αποφάσισα να πάψω να γράφω απλά τραγούδια, καί να αφιερώσω τη ζωή μου για να γράφω μουσική πού να αρέσει στον κόσμο. Κι όταν ό κόσμος θα άναρωτιώταν από που εμπνέομαι για τη μουσική μου, να τους απαντώ: από τον Χριστό».

- Έχετε καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως χριστιανός συνθέτης. Έχει κοστίσει αυτό στην καριέρα σας;

«Ναί, πολύ. Αλλά όπως το λένε καί οι ίδιες οι λέξεις, χριστιανός συνθέτης σημαίνει ότι βάζεις πρώτα τον Χριστό καί μετά την καριέρα. Βέβαια αν το δεις ορθολογιστικά, μου έχει κοστίσει πολύ. Μερικές φορές μάλιστα σκάω καί εκνευρίζομαι καί φωνάζω για την αδικία πού γίνεται σε μένα, αλλά καί σε άλλους καλλιτέχνες. Όμως επειδή δεν έχω υποκύψει σε κανέναν, επειδή δεν έχω κάνει πράγματα πού δεν ήθελα να κάνω, έχω καταφέρει να υπάρχω, να με αγαπά ο κόσμος, να πουλάνε οι δίσκοι μου και να έχω πάνω άπ’ όλα φωνή. Γι΄αυτό καί θεωρούμαι, με τα δικά μας μέτρα, ευλογημένος, από συναδέλφους μου που δεν έχουν τη δυνατότητα να έχουν φωνή».

- Πριν 10 χρόνια παίρνετε την απόφαση να γράφετε μόνο ορχηστρική μουσική καί κάποιες φορές να την ντύνετε με στίχους πού ερμηνεύουν παιδικές φωνές ή χορωδίες. Έτσι προέκυψαν ό «Αλέξανδρος», ό «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» καί άλλοι δίσκοι. Ανοίξατε ένα δύσκολο δρόμο, που ίσως τότε δεν ακουμπούσε τον μέσο Έλληνα, άλλα σήμερα σ’ αυτόν το δρόμο πορεύονται καί άλλοι συνάδελφοι σας.

«Ο μέσος Ελληνας -με την εμπορική έννοια του όρου- δεν με αφορά. Με αφορά (κι ας ακούγεται αυτό τρελό, αλλά αυτό είναι ή αλήθεια) εγώ καί ό Θεός. Μόνο έτσι μπορώ να συνθέσω. Τη στιγμή πού συνθέτω, κάνω κάτι που η ψυχή μου το ζητάει, κι αν εκείνη τη στιγμή με έβλεπε ό Χριστός, να έλεγε: “μπράβο, κάν’ το”. Μετά έρχονται τα υπόλοιπα. Αυτό πού δημιούργησα καί αγάπησα θα ήθελα να αρέσει ακόμη καί στο μέσο Έλληνα. Αυτό δεν είναι στο χέρι μου όμως. Βέβαια θα μπορούσα να ακολουθήσω τον άλλο δρόμο, τον εύκολο. Πολλοί νομίζουν ότι το να πιστεύεις στον Χριστό, σε καθιστά αυτόματα λίγο ανάπηρο ή φοβισμένο. Θεωρούν την πίστη δεκανίκι. Μα βέβαια ή πίστη είναι δεκανίκι. Ποιος είναι αυτός πού δεν φοβάται τη ζωή; ‘Αλλά ή πίστη είναι το σωστό δεκανίκι. Καί έχει μεγάλη διαφορά από το λάθος δεκανίκι, πού μπορεί να είναι ή αστρολογία ή το οτιδήποτε άλλο. Βεβαίως λοιπόν θέλεις να αρέσεις, αλλά άφού πρώτα κάνεις αυτό πού πρέπει».

- Το «Δάκρυ του Ιωάννη» και η «Εαρινή Ωρα» είναι δύο έργα σας, στα οποία αποκαλύπτεται ιδιαίτερα η σχέση σας με τον Λόγο του Θεού. Στό πρώτο με την Αποκάλυψη του Ιωάννη καί στο δεύτερο με τους βυζαντινούς μελωδούς της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκφράζονται με λόγια αυτά τα βιώματα;

«Οταν το 1975 πίστεψα καί δέχτηκα τον Χριστό στη ζωή μου, αυτό ήταν για μένα μία συγκλονιστική στιγμή. Δυστυχώς, όπως όλες οι στιγμές του Θεού, αυτές είναι κωδικοποιημένες καί κλεισμένες μέσα μας σαν το DΝΑ. Αυτές οι στιγμές δεν μεταφέρονται με τίποτα. Από εκείνη τη μέρα και για ένα χρόνο διάβαζα μέρα-νύχτα την Αγία Γραφή. Δεν έκανα τίποτε άλλο. Σχεδόν ούτε να τρώω. Όχι γιατί έπρεπε, αλλά γιατί βρήκα στη Βίβλο τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα των πρώτων περίπου 30 χρονών της ζωής μου. Απαντήσεις πού μέχρι τότε έψαχνα να βρω στο χιπισμό, στα ναρκωτικά, στο βουδισμό, σε πνευματικές συγκεντρώσεις. Οι απαντήσεις όμως δεν είχαν έρθει. Μία μαυρίλα είχε έρθει, πού έμεινε μέχρι πού ήρθε η στιγμή να φύγει για πάντα. Σε ό,τι αφορά τη βυζαντινή μουσική, η πρώτη μου επαφή μαζί της ήταν στη ιερότητα της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, με την ταπεινότητα, την τρυφερότητα καί τη γλυκύτητα των ψαλμωδών μοναχών της. Θεωρώ μάλιστα το μεγαλύτερο μουσικό αριστούργημα πού γράφτηκε ποτέ στον κόσμο, τη μελωδία “‘Ω γλυκύ μου εαρ”»...
Πάνε 30 χρόνια επίσης από τότε πού πρωτακούσαμε το τραγούδι σας «Σάν γοργό ποτάμι». Ηταν μία έκπληξη για μας να ακούμε ένα νέο συνθέτη να τραγουδά εκείνα τα χρόνια για τον Χριστό.

«”Ηταν μόλις…είχα πιστέψει στον Χριστό, το 1975, όταν άρχισα να γράφω τραγούδια απλά, για να πείσω κι άλλους να έρθουν κοντά Του. Αργά στη ζωή μου ήρθε η πίστη. Ξανα-άνακάλυψα τον Χριστιανισμό στα δύσκολα νεανικά μου χρόνια. Ή δική μου Πεντηκοστή ήταν μία πολύ συγκεκριμένη χρονική στιγμή καί περίοδος από την οποία καί μετά άλλαξαν όλα..... Πριν ήμουν αλλιώς καί μετά ήμουν αλλιώς. “Ετσι καί ή μουσική μου είναι προ Χριστού καί μετά Χριστόν. Καί τη διαφορά μεταξύ τους την ακούς, την καταλαβαίνεις».

- Που συνέβη ή επιστροφή σας;

«Γνώρισα τον Χριστό στη Γερμανία, όπου σπούδαζα μουσική. Αμέσως μετά επιστρέφω στην Ελλάδα, όπου γνωρίζομαι με τον π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλο καί -μαζί με άλλους νέους- ήμασταν μία συντροφιά συμπροσευχής. Σ’ αυτή την παρέα άρχισα να γράφω τραγούδια με στίχο εμπνευσμένο από τον Χριστό. Καί κάποια στιγμή είπαμε: δέν πάμε να τα τραγουδήσουμε πιο έξω; Έτσι πήγαμε σε πανεπιστήμια, σε ιδρύματα, σε ορφανοτροφεία, σε φυλακές. Ήταν τραγούδια εύκολα, για να παρασέρνω τον κόσμο να τραγουδά για τον Χριστό».

- Πόσο εύκολο ήταν αυτό;

«Ήταν μία εποχή δύσκολη, στην οποία πολλοί δεν ήθελαν να ακούν για τον Χριστό. Εγώ απλά τους έλεγα: ακόμη κι αν δεν συμφωνείτε με ό,τι πιστεύω, τουλάχιστον ακουστέ τα τραγούδια μου. Τότε συνειδητοποίησα οτι ό κόσμος δεν επικοινωνούσε. Χρησιμοποιούσε μόνο σλόγκαν για να αντικρούσει το πιστεύω του. Μόνο αν ερχόταν για τον καθένα ή ώρα τον Χριστού, αυτός διαλεγόταν, προβληματιζόταν, πίστευε. Έτσι αποφάσισα να πάψω να γράφω απλά τραγούδια, καί να αφιερώσω τη ζωή μου για να γράφω μουσική πού να αρέσει στον κόσμο. Κι όταν ό κόσμος θα άναρωτιώταν από που εμπνέομαι για τη μουσική μου, να τους απαντώ: από τον Χριστό».

- Έχετε καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως χριστιανός συνθέτης. Έχει κοστίσει αυτό στην καριέρα σας;

«Ναί, πολύ. Αλλά όπως το λένε καί οι ίδιες οι λέξεις, χριστιανός συνθέτης σημαίνει ότι βάζεις πρώτα τον Χριστό καί μετά την καριέρα. Βέβαια αν το δεις ορθολογιστικά, μου έχει κοστίσει πολύ. Μερικές φορές μάλιστα σκάω καί εκνευρίζομαι καί φωνάζω για την αδικία πού γίνεται σε μένα, αλλά καί σε άλλους καλλιτέχνες. Όμως επειδή δεν έχω υποκύψει σε κανέναν, επειδή δεν έχω κάνει πράγματα πού δεν ήθελα να κάνω, έχω καταφέρει να υπάρχω, να με αγαπά ο κόσμος, να πουλάνε οι δίσκοι μου και να έχω πάνω άπ’ όλα φωνή. Γι΄αυτό καί θεωρούμαι, με τα δικά μας μέτρα, ευλογημένος, από συναδέλφους μου που δεν έχουν τη δυνατότητα να έχουν φωνή».

- Πριν 10 χρόνια παίρνετε την απόφαση να γράφετε μόνο ορχηστρική μουσική καί κάποιες φορές να την ντύνετε με στίχους πού ερμηνεύουν παιδικές φωνές ή χορωδίες. Έτσι προέκυψαν ό «Αλέξανδρος», ό «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» καί άλλοι δίσκοι. Ανοίξατε ένα δύσκολο δρόμο, που ίσως τότε δεν ακουμπούσε τον μέσο Έλληνα, άλλα σήμερα σ’ αυτόν το δρόμο πορεύονται καί άλλοι συνάδελφοι σας.

«Ο μέσος Ελληνας -με την εμπορική έννοια του όρου- δεν με αφορά. Με αφορά (κι ας ακούγεται αυτό τρελό, αλλά αυτό είναι ή αλήθεια) εγώ καί ό Θεός. Μόνο έτσι μπορώ να συνθέσω. Τη στιγμή πού συνθέτω, κάνω κάτι που η ψυχή μου το ζητάει, κι αν εκείνη τη στιγμή με έβλεπε ό Χριστός, να έλεγε: “μπράβο, κάν’ το”. Μετά έρχονται τα υπόλοιπα. Αυτό πού δημιούργησα καί αγάπησα θα ήθελα να αρέσει ακόμη καί στο μέσο Έλληνα. Αυτό δεν είναι στο χέρι μου όμως. Βέβαια θα μπορούσα να ακολουθήσω τον άλλο δρόμο, τον εύκολο. Πολλοί νομίζουν ότι το να πιστεύεις στον Χριστό, σε καθιστά αυτόματα λίγο ανάπηρο ή φοβισμένο. Θεωρούν την πίστη δεκανίκι. Μα βέβαια ή πίστη είναι δεκανίκι. Ποιος είναι αυτός πού δεν φοβάται τη ζωή; ‘Αλλά ή πίστη είναι το σωστό δεκανίκι. Καί έχει μεγάλη διαφορά από το λάθος δεκανίκι, πού μπορεί να είναι ή αστρολογία ή το οτιδήποτε άλλο. Βεβαίως λοιπόν θέλεις να αρέσεις, αλλά άφού πρώτα κάνεις αυτό πού πρέπει».

- Το «Δάκρυ του Ιωάννη» και η «Εαρινή Ωρα» είναι δύο έργα σας, στα οποία αποκαλύπτεται ιδιαίτερα η σχέση σας με τον Λόγο του Θεού. Στό πρώτο με την Αποκάλυψη του Ιωάννη καί στο δεύτερο με τους βυζαντινούς μελωδούς της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκφράζονται με λόγια αυτά τα βιώματα;

«Οταν το 1975 πίστεψα καί δέχτηκα τον Χριστό στη ζωή μου, αυτό ήταν για μένα μία συγκλονιστική στιγμή. Δυστυχώς, όπως όλες οι στιγμές του Θεού, αυτές είναι κωδικοποιημένες καί κλεισμένες μέσα μας σαν το DΝΑ. Αυτές οι στιγμές δεν μεταφέρονται με τίποτα. Από εκείνη τη μέρα και για ένα χρόνο διάβαζα μέρα-νύχτα την Αγία Γραφή. Δεν έκανα τίποτε άλλο. Σχεδόν ούτε να τρώω. Όχι γιατί έπρεπε, αλλά γιατί βρήκα στη Βίβλο τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα των πρώτων περίπου 30 χρονών της ζωής μου. Απαντήσεις πού μέχρι τότε έψαχνα να βρω στο χιπισμό, στα ναρκωτικά, στο βουδισμό, σε πνευματικές συγκεντρώσεις. Οι απαντήσεις όμως δεν είχαν έρθει. Μία μαυρίλα είχε έρθει, πού έμεινε μέχρι πού ήρθε η στιγμή να φύγει για πάντα. Σε ό,τι αφορά τη βυζαντινή μουσική, η πρώτη μου επαφή μαζί της ήταν στη ιερότητα της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, με την ταπεινότητα, την τρυφερότητα καί τη γλυκύτητα των ψαλμωδών μοναχών της. Θεωρώ μάλιστα το μεγαλύτερο μουσικό αριστούργημα πού γράφτηκε ποτέ στον κόσμο, τη μελωδία “‘Ω γλυκύ μου εαρ”»...
 
 (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΤΟΛΜΗ-Σέπτέμβριος 2004)
πηγή orthodoxigynaika.