Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Εθνομάρτυρες κληρικοί το 1940.


ethnomartures-klirikoi-tou-1940

1. Ιερεύς Γεώργιος Σιούλης, από το χωριό Αγία Αναστασία Ιωαννίνων. Ήταν εντεταγμένος στην Εθνική Αντίσταση, γι’ αυτό οι Γερμανοί τον συνέλαβαν μαζί με άλλους αγωνιστές, προκειμένου να του αποσπάσουν πληροφορίες, μα τα βασανιστήρια που του έκαναν, δεν τον ελύγισαν. Τον μαχαίρωσαν στο πρόσωπο και στο σώμα και, στην συνέχεια, τον έκαψαν ζωντανό, μαζί με τους υπολοίπους. Δύο χωρικοί, τους βρήκαν......
Στάχτη και καμένα κόκκαλα παντού. Κατά θαυμαστό τρόπο, μόνο το σώμα του παπά είχε μείνει ακέραιο. Το πρόσωπό του ήταν τρυπημένο με μαχαίρι. Στην τσέπη του βρέθηκε η Καινή Διαθήκη.2. Πατέρες Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων. Ύστερα από τον θάνατο κάποιων Γερμανών Στρατιωτών από Αντάρτες, Γερμανοί πήγαν στο Μέγα Σπήλαιο και για αντίποινα συνέλαβαν τους μοναχούς του. Τους οδήγησαν σε μια κοντινή τοποθεσία, την «Κισσωτή». Τελευταίος στην σειρά λόγω της κούρασης, και ο πρώην ποιμένας τους, ο Γαβριήλ Κόσσυφας, ο γηραιότερος της Μονής, 96 χρονών. Τα πολυβόλα ήταν ήδη στημένα, όταν έφτασαν. Οι μελλοθάνατοι, δεν είχαν αμφιβολία για το τι τους περιμένει. Ο Γερμανός επί κεφαλής, διατάζει τους δεσμώτες του να ζητωκραυγάσουν υπέρ του Χίτλερ. «Όχι, παιδιά μου!», φωνάζει ο γέρος προεστώς της Μονής, «Εμείς, ας σηκώσουμε τα μάτια στον ουρανό κι ας φωνάξωμε ‘ζήτω η αιωνία Ελλάς’»! Ζητούν ο ένας από τον άλλον συγχώρεση και ξαφνικά η Κισσωτή αντιλαλεί από ψυχωμένες ζητωκραυγές: Ζήτω η Ελλάς! Ακολούθησε ο ήχος των πολυβόλων…

Τα σεπτά τους σώματα, οι Γερμανοί τα πέταξαν σε μια διπλανή χαράδρα.


Αιωνία τους η Μνήμη!


πηγή:pentapostagma.

 

Ο παπάς του 1940

Εικόνα

Ἕνας Στρατιώτης θυμᾶται γιὰ τὴν ἅγια μορφὴ καὶ τὴν θυσία τοῦ Στρατιωτικοῦ Ἱερέως Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Τσοκώνα:

«Κεράσοβο Πωγωνίου...1940. Στὶς 11 περνᾶνε ἀεροπλάνα (ἰταλικὰ φυσικά) καὶ βομβαρδίζουν σὰν δαίμονες πάνω ἀπ' τὰ κεφάλια μας. Οἱ βόμβες λυσσᾶνε, μὰ πέφτουν πιὸ πέρα μὲς στὴ χαράδρα. Τὴ νύχτα, ἐνῷ κοιμόμαστε σὲ μιὰ μικρὴ ἐκκλησιά, ἦρθαν μέσα κάτι στρατιῶτες καὶ στριμωχτήκανε κοντά μας. Ἔβρεχε ὁ Θεός, ὁ ὕπνος ἦρθε γρήγορα κι ὅλη νύχτα νιώθαμε ζεστασιά.

Τὴν αὐγὴ ποὺ ξυπνᾶμε βλέπουμε νὰ μπαίνει μέσα ἕνας νέος παπάς, μούσκεμα ἀπὸ τὴν βροχή. Ἀποροῦμε καὶ μαθαίνουμε κάτι τὸ πρωτάκουστο. Ὁ παπὰς εἶχε ἔρθει μὲ τοὺς ἄλλους στρατιῶτες καὶ βλέποντας τόσους σὲ ἕνα πολὺ στενὸ χῶρο, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσει κανέναν, προτίμησε νὰ μείνει ὁλονυχτὶς ἔξω ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι, χωρὶς ἀντίσκηνο.

Μόλις τὸν βλέπουμε σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση, σηκωνόμαστε ὅλοι ὀρθοὶ καὶ σκύβουμε μπροστά του. Ἐκεῖνος κάνει τὸ σταυρό του, μᾶς καλημερίζει, ἀνάβει ἕνα κερὶ καὶ προσεύχεται μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἀγάπη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸν νιώθουμε σὰν Χριστὸ καὶ τὸν βάνουμε γιὰ πάντα στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας. Μετὰ ποὺ βγήκαμε, τραβάει μερικοὺς στρατιῶτες γιὰ τὸ χωριὸ Περιστέρι, χωρὶς νὰ φτάσει ὅμως ποτέ. Μιὰ ἐχθρικὴ βόμβα τὸν βρίσκει στὸ δρόμο καὶ τὸν ρίχνει κάτω νεκρό. Ἦταν ὁ πιὸ ἅγιος παπὰς κι ἄνθρωπος ποὺ ἀπάντησα στὴ στράτα τῆς ζωῆς μου».

 

 

πηγή aktines.