Δευτέρα 28 Μαΐου 1453
Η μέρα ξεκίνησε με μια παράξενη ησυχία. Οι Τούρκοι ξεκουράζονταν και
προετοιμάζονταν για την τελική επίθεση. Μέσα στα τείχη η κούραση και η
υπερένταση των τελευταίων ημερών θα εκδηλωθεί με αψιμαχίες και αμοιβαίες
κατηγορίες μεταξύ Ελλήνων, Βενετών και Γενοβέζων.
Θα υπάρξει σοβαρό επεισόδιο ανάμεσα στον Ιουστινιάνη και στον Λουκά
Νοταρά, σχετικά με την ανάγκη της μεταφοράς κανονιών από τη ζώνη ευθύνης
του Νοταρά στο Μεσοτείχιον, όπου αναμενόταν σφοδρή επίθεση.......
Ο Κωνσταντίνος, κουρασμένος όσο ποτέ, θα επέμβει κατευναστικά για μια
ακόμη φορά. Ωστόσο, κάτω από αυτήν την εικόνα της διχόνοιας και της
απελπισίας, οι πολιορκημένοι όλοι μαζί θα δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό
για την άμυνα της τελευταίας ημέρας.
Από το πρωί ο Κωνσταντίνος, ο Ιοuστινιάνης, ο κάθε αξιωματικός στον
τομέα της ευθύνης του, κάνουν τις τελευταίες προπαρασκευές. Στο φράγμα
του Κεράτιου η αλυσίδα ελέγχεται και τα πλοία παρατάσσονται σε θέση
μάχης.
Προς το απόγευμα μια μεγάλη πομπή που αποτελείται από το λαό και τον
κλήρο της Πόλης, άνδρες και γυναίκες, γέροι και παιδιά, κρατώντας τις
άγιες εικόνες και τα ιερά λάβαρα, κάνει λιτανεία γύρω από τα τείχη, από
κοινού οι Ορθόδοξοι με τους Καθολικούς, ψάλλουν το «Κύριε ελέησον».
Η πομπή καταλήγει στην Αγιά-Σοφιά που γεμίζει ασφυκτικά από το λαό.
Φωνές και ψαλμωδίες ακούγονται στην κατάφωτή εκκλησιά μαζί με
παρακλήσεις αλλά και θρήνους και οιμωγές.
Ο Κωνσταντίνος κάθεται στην αυτοκρατορική του θέση, δεξιά της ωραίας
πύλης. Σε κάποια στιγμή γονατίζει στο έδαφος, «παρακαλώντας το Θεό για
τη χάρη και την αγάπη του και για άφεση αμαρτιών».
Αμέσως μετά θα απευθύνει το τελευταίο του λόγο προς τους άρχοντες και τους αξιωματικούς Έλληνες και Λατίνους.
«Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και
γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε
καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα
και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο
σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για
να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας
καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι.
Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε
πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την
εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των
πόλεων.
Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να
προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την
ευσέβειά μας• δεύτερον, για την πατρίδα• τρίτον, για το βασιλέα και το
Χριστό• και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους.
Και γενικά, αφού στράφηκε προς όλους, είπε: «Δεν έχω καιρό να πω
περισσότερα• μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας,
για να το διαφυλάξετε με προθυμία.
Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί
στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας
κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του.
Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές
μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του.
Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη
σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο».
Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και
στεναγμούς το Θεό, ενώ όλοι, με ένα στόμα, του αποκρίνονταν με δάκρυα
λέγοντας: «θα πεθάνουμε για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα μας».
Τα άκουσε ο αυτοκράτωρ και, αφού τους ευχαρίστησε θερμά, υποσχόμενος
πολλές δωρεές, τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να
είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός
και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν
ελπίδα μας”.
Θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».
Ο Παλαιολόγος, γύρω στα μεσάνυχτα, ιππεύοντας την αραβική του φοράδα,
έκανε επιθεώρηση όλης της γραμμής του τείχους και κατόπιν, αφού
αφίππευσε, ανέβηκε σε έναν πύργο, κοντά στη πύλη της Καλιγαρίας, από
όπου μπορούσε να εποπτεύσει και αριστερά προς το Μεσοτείχιο και δεξιά
προς τον Κεράτιο.
Από κάτω, μπορούσε να ακούει τις φωνές των Τούρκων που ετοιμάζονταν
και το μούγκρισμα των κανονιών, ενώ στο Κεράτιο φαίνονταν τα φώτα από τα
τουρκικά πλοία. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό της
Πόλης. Σε λίγο θα ξημέρωνε η 29η του Μάη.
Όλοι είχαν πάρει τις καθορισμένες τους θέσεις, περνώντας από το
εσωτερικό τείχος προς το εξωτερικό και το φράχτη. Δόθηκαν οδηγίες να
κλειστούν πίσω τους οι πύλες, ώστε να μην υπάρξει υποχώρηση.
Η κύρια μάχη θα δινόταν στο ανάχωμα που είχαν υψώσει οι χριστιανοί
και που μέχρι τώρα απέκρουε κάθε επίθεση εναντίον της Πόλης και
αποθάρρυνε τον εχθρό. Πίσω από το ανάχωμα αυτό, οι υπερασπιστές των
τειχών παίρνουν τις θέσεις τους και αναμένουν την επίθεση. Εδώ θα
φαινόταν, αν η μάχη θα κερδιζόταν ή θα χανόταν.
Στο ανάχωμα είχαν πάρει θέση και ο αυτοκράτορας και ο Ιουσιτινιάνης.
Οι πύλες που οδηγούσαν στην Πόλη και που ήταν πίσω τους, κλειδώθηκαν από
τους επικεφαλής αξιωματικούς. Αργά το βράδυ ο ουρανός συννέφιασε και
έπεσε μια ραγδαία βροχή…