Ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο.
Ὑποτίθεται ὅτι προσεύχομαι λίγο κάθε μέρα, ἀλλὰ τὴν ἀληθινὴ προσευχή,
τὴν κραυγὴ ἐκείνη ποὺ εἶναι σὰν νὰ πεθαίνεις μέσα στὴ μοναξιά σου καὶ
τότε νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός, εἶναι ζήτημα ἂν τὴν ἔχω ζήσει
μιὰ-δύο φορὲς στὴ ζωή μου. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ ἀμέσως ἑπόμενο μάθημα ἀπὸ
τὴ μουσική. Ὅταν ἐξαντλήσω τὴ μουσική, ἢ μὲ ἐξαντλήσει ἐκείνη,
στρέφομαι ἀμέσως στὴν προσευχή.
Οἱ «σκεπτικιστὲς» καὶ οἱ
«ἐκσυγχρονιστὲς» καὶ οἱ «μοντέρνοι» θεωροῦν τὸν πιστό, τὴ γριούλα, τὸν
παπά, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζητοῦν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, σὰν ἕνα πράγμα
ἀναχρονιστικό, σὰν ἀδύναμους ἀνθρώπους. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν
Θεὸ εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πονέσει, ἔχει ζητήσει βοήθεια, ἔχει πεῖ «δὲν
τὰ καταφέρνω μόνος». Καθένας ποὺ πιστεύει ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξη τοῦ
Θεοῦ. Ὄντως κι ἐγὼ εἶχα περιόδους μεγάλης μαυρίλας καὶ ζήτησα τὸν Θεὸ
καὶ μὲ προσέτρεξε. Ἀπὸ τότε θέλω νὰ εἶμαι κοντά Του καὶ εἶμαι κοντά Του
ὅσο μπορῶ.
Στὸ Ἅγιον Ὅρος ἀκοῦς μοναχοὺς νὰ
τραγουδοῦν μελωδίες σεμνά, ταπεινά, χαμηλόφωνα. Ἐκεῖ κατάλαβα τὴ
βυζαντινὴ μουσική. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ τοὺς τραγουδιστὲς ποὺ φωνάζουν. Μὲ
ἐνοχλοῦν ἀφόρητα. Ἡ ἔνταση εἶναι ἐκβιασμός. Μοῦ ἀρέσουν αὐτοὶ ποὺ
τραγουδοῦν τρυφερά. Ἡ ἔνταση τῆς φωνῆς εἶναι ἐκβιασμὸς τῆς
προσωπικότητας τοῦ τραγουδιοῦ καὶ εἶναι ἀπόρροια τῆς στάσης ζωῆς ποὺ
ἔχουν πολλοὶ τραγουδιστές: «Θὰ σκίσω». Ἄλλο μεγάλο λάθος. Σκίζεις μόνο
ὅταν....
αἰσθάνεσαι ἀσήμαντος.
Ἐγὼ ἀνῆκα στὴ νεολαία τῆς δεκαετίας τοῦ
’60, τῶν λουλουδιῶν, τῶν ναρκωτικῶν, τοῦ ἐλεύθερου ἔρωτα, τῆς
ἀγγλοσαξονικῆς μουσικῆς, τῶν Beatles κ.λπ. Καὶ ὡς νέος καὶ θέλοντας νὰ
τὰ δοκιμάσω ὅλα, ἔπεσα καὶ σ’ αὐτὴ τὴν παγίδα τῶν ναρκωτικῶν. Βέβαια
τότε τὰ ναρκωτικὰ δὲν ἦταν ἡ ἡρωίνη, ἡ ὁποία εἶναι θάνατος, ἦταν πιὸ
«ἐλαφρά». Ἦταν τὸ χασίς, ἦταν τὸ LSD, δηλαδὴ πιὸ πολὺ κάτι παρεΐστικο…
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἴτε τῆς τωρινῆς, οἱ ὁποῖοι
παίρνουν ναρκωτικά, εἶναι ὅλοι πεπεισμένοι ὅτι ὑπάρχει ὁ σατανᾶς, τὸν
βλέπουν, παρόλο ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό. Ὅλοι οἱ χρῆστες ξέρουν ὅτι
ὑπάρχει κόλαση, ξέρουν ὅτι ὑπάρχει ὁ σατανᾶς. Ἁπλῶς δὲν ἔχουν δεῖ τὸν
Χριστό. Κι ἐκεῖ, γιὰ ἕναν Χριστιανό, εἶναι ἕνας κώδικας, μιὰ διέξοδος,
δηλαδὴ νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὸ «ἀντίπαλο δέος», γιὰ τὸν Χριστό. Γιὰ μένα
προσωπικὰ αὐτὴ ἦταν ἡ λύση, ὄχι μόνο γιὰ τὰ ναρκωτικά, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλη
τὴν ὡς τότε ζωή μου. Γιατί τὰ ναρκωτικὰ δὲν εἶναι ἡ αἰτία, τὰ ναρκωτικὰ
εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα. Δηλαδή, αὐτὸ ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὰ ναρκωτικὰ εἶναι ἕνα
τεράστιο κενό, τὸ ὁποῖο ἔχεις μέσα σου, τὸ ὁποῖο θέλεις νὰ γεμίσεις. Δὲν
ὑπάρχει ἐξαρτημένος ποὺ νὰ μὴν εἶναι εὐαίσθητος. Συνήθως οἱ εὐαίσθητοι
ἄνθρωποι εἶναι αὐτοὶ ποὺ φτάνουν στὰ ναρκωτικά. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι
ὑλιστές, δὲν ἔχουν ἀνάγκη τὰ ναρκωτικά, γιατί τὰ καταφέρνουν πολὺ καλὰ
στὴ ζωή, ἡ ὁποία εἶναι στὸ λάθος στρατόπεδο. Οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι
μποροῦν νὰ κλέβουν, νὰ λένε ψέματα, νὰ ἐπιβιώνουν μὲ τὸν ἄγριο καὶ
σημερινὸ τρόπο, δὲν ἔχουν ἀνάγκη τὰ ναρκωτικά. Αὐτοὶ ποὺ «τὴν πατᾶνε»
εἶναι οἱ εὐαίσθητοι, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν σὲ ἕναν καλύτερο κόσμο χωρὶς νὰ
ἔχουν γνωρίσει τὸν Θεό. Συνήθως, αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ τὰ βγάλουν πέρα
στὴν κοινωνία ποὺ ζοῦμε. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶπα γιὰ νὰ τονίσω ὅτι οἱ ἄνθρωποι
ποὺ πηγαίνουν στὰ ναρκωτικὰ εἶναι ἄνθρωποι ποὺ «κάτι» τοὺς λείπει. Ἀλλὰ
ἐκεῖνοι δὲν τὸ ξέρουν. Κι αὐτοὶ τὸν Χριστὸ ψάχνουν. Μὲ λάθος τρόπους…
Ὅταν ἔζησα στὸ Ἅγιον Ὅρος τὸ 1975-1977
τὴ μουσικὴ τὴ βυζαντινή, ὅπως τὴν ψέλνουν οἱ μοναχοί, γλυκά, τρυφερά,
χωρὶς καμία ἔπαρση, μὲ μεγάλη κατάνυξη καὶ μέσα σ’ ἕναν ναό, ὁ ὁποῖος
δὲν ἔχει φῶτα, ἔχει μόνο ρασοφορεμένους ποὺ σκύβουν θροΐζοντας,
ὑποκλίνονται στὶς εἰκόνες, ἐκεῖ μαγεύτηκα! Αὐτό μου ἄνοιξε μιὰ πόρτα
πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Καὶ τὸ λέω γενικότερα πρὸς τὴν Ἑλλάδα, γιατί ἤμουν
ἀγγλοτραφής, ἤμουν δυτικοτραφής. Ἔχω ζήσει τουλάχιστον δέκα χρόνια στὴν
Ἀγγλία, στὴ Γερμανία καὶ στὴ Γαλλία. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἄρχισα πιὰ ν’
ἀγαπάω τὴ βυζαντινὴ μουσική. Καὶ στὴ συνέχεια τὰ παραδοσιακά, τὰ
νησιώτικα, τὰ σμυρναίικα, ὅλη τὴν προϋπάρχουσα Ἑλληνικὴ μουσική. Αὐτὸ
σιγὰ-σιγὰ μὲ ὁδήγησε στοὺς δικούς μου πειραματισμούς, ὁπότε στὴ δεκαετία
τοῦ ’80 ἔγραψα γιὰ κλαρίνο, ἕνα ὄργανο ποὺ τότε ἦταν γιὰ τὰ πανηγύρια.
Ἔγραψα τὰ «Πέτρινα χρόνια», τὴν «Ἐαρινὴ ὥρα», τὸ «Ω, γλυκύ μου Ἔαρ», ποὺ
ἦταν πολὺ τρυφερὴ καὶ γλυκιὰ μουσικὴ γι’ αὐτὸ τὸ ὄργανο. Δοκίμασα νὰ
χρησιμοποιήσω λαϊκοὺς τραγουδιστές, ὅπως τὴν Ἑλένη Βιτάλη, ἡ ὁποία μέχρι
τότε τραγουδοῦσε «Βάρα μου τὸ ντέφι» καὶ τέτοια τραγούδια, κι ἔκανα
μαζί της δίσκους ὅπως τὸ «Κύριέ των Δυνάμεων» ἢ τὶς «Ἑφτὰ παρακλήσεις»,
ποὺ ἦταν καθαρὰ θρησκευτικοὶ δίσκοι. Δηλαδή, ἔψαξα νὰ βρῶ στὴν ἑλληνικὴ
πραγματικότητα τὴν κρυμμένη θρησκευτικότητα καὶ νὰ τὴν κάνω πράξη, νὰ
τὴν κάνω μουσική. Γιὰ πολλὰ χρόνια τα τραγούδια, τὰ ὁποῖα ἔγραφα καὶ μὲ
τὴν Ἐλευθερία καὶ μὲ τὸν Γαϊτάνο, ἐνῶ ἦταν τραγούδια ποὺ πέτυχαν στὴν
ἑλληνικὴ πραγματικότητα σὰν ἐρωτικά, ποτὲ δὲν ἦταν ἐρωτικά, ἦταν σαφῶς
τραγούδια γιὰ τὸν Χριστό.