Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ἡ Μάνα τῶν πεσόντων ἡρώων τοῦ Ἀλβανικοῦ Ἔπους ξεσπᾶ: "Ἐγὼ τοὺς νεκρούς μου δὲν θὰ τοὺς προδώσω"!

Ἡ γυναίκα ποὺ ἐπὶ 74 χρόνια φροντίζει τοὺς τάφους τῶν Ἑλλήνων που ἔπεσαν τὸ ἔπος τοῦ 1940 !Ἐπὶ 74 χρόνια ἔχει τὸ δικό της καθῆκον, τὸ ὁποῖο ὑπηρετεῖ μὲ συνέπεια καὶ ἀφοσίωση. Φροντίζει τὰ μνήματα Ἑλλήνων ποὺ «ἔπεσαν» στὸ ἔπος τοῦ 1940. Εἶναι ἡ Ἐρμιόνη Πρίγκου, ἡ «Μάνα τῶν Πεσόντων», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦν… Ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴ Χειμάρρα, ποὺ εἶχε βοηθήσει στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ μετώπου καὶ τὰ τελευταῖα 74 χρόνια, στὸ νὰ φροντίζει τὰ μνήματα ἕξι Ἑλλήνων στρατιωτῶν ποὺ ἔχασαν τὴ ζωή τους καὶ εἶναι ἐνταφιασμένοι στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ της…Μετὰ ἀπὸ τὴ συνάντησή της μὲ τὸν Κάρολο Παπούλια πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες, τὸ ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Ἄμυνας τίμησε τὴ κ. Πρίγκου γιὰ τὴν προσφορά της.
H 82χρονη κ. Ἐρμιόνη, δὲν σταμάτησε ποτὲ νὰ κλαίει τοὺς πεσόντες στὸ τελευταῖο ὀχυρό. Οἱ ἥρωες γι’ αὐτὴν ἔχουν πάντα ὄνομα «Ἐ, μὸ διάολε, τράβα τὸ δρόμο σου. Ἐγὼ τοὺς νεκρούς μου δὲν θὰ τοὺς προδώσω». Ἡ κ. Ἐρμιόνη Πρίγκου εἶχε ἀγριέψει. Ὁ Ἀλβανὸς ἀστυνομικὸς τὴν ἀπειλοῦσε μὲ φυλακή. Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε νὰ τιμήσει -μὲ τὸ δικό της τρόπο, ἀλλὰ....
φανερὰ πιὰ- τοὺς ἕξι στρατιῶτες ποὺ ἔπεσαν νεκροὶ δέκα μέτρα ἀπὸ τὴν αὐλή της, πρὶν ἀπὸ 65 χρόνια στὰ βουνὰ τῆς Χειμάρρας… Κοριτσάκι τότε, ἡ 82χρονη σήμερα Ἐρμιόνη θυμᾶται ποὺ ἔριχνε κι αὐτὴ χῶμα γιὰ νὰ σκεπάσει τὰ ἄψυχα κορμιὰ τῶν φαντάρων. …«Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Γιάννης. Ὁ Ματθαῖος μὲ τὸν Ἀντρέα εἶναι ἀπὸ ἐκεῖ. Μπορεῖ νὰ κάνω καὶ λάθος. Πάντως, ὁ Πάνος εἶναι ἀπὸ ἐδῶ».86824
Μεγάλωσε μὲ δύο ὁμαδικοὺς τάφους στὸν κῆπο της. Γι’ αὐτὴν οἱ ἥρωες -ἔστω καὶ νεκροὶ- ἔχουν ὄνομα καὶ ταυτότητα. Καὶ ἂν ἄλλοι τοὺς ἔχουν ξεχάσει, αὐτή, ἡ Ἐρμιόνη Πρίγκου, ἀλλὰ καὶ ὁ ξάδερφός της, Δημήτρης, 78 χρόνων (ζοῦσαν τότε μαζί), δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ τοὺς κλαῖνε, νὰ τοὺς μιλᾶνε, νὰ τοὺς ἀνάβουν ἕνα κερὶ περιμένοντας κάποιος ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τοὺς δικούς …τους νεκροὺς ἥρωες. Γιὰ τοὺς ὑπερασπιστὲς τοῦ τελευταίου ἑλληνικοῦ ὀχυροῦ τοῦ νοτιοδυτικοῦ μετώπου στὴ Χειμάρρα, ποὺ ἔπεσαν δίνοντας χρόνο στοὺς ἄλλους γιὰ νὰ ὀπισθοχωρήσουν μὲ ἀσφάλεια.
«Ἄχ, τὰ παιδιά… Παίζανε μαζί μου. Μοῦ φοροῦσαν τὰ καπέλα τους. Ὅλο ζωή. Τὸ ἔφερε ἔτσι ἡ μοίρα καὶ δὲν μὲ ἀποχωρίστηκαν ποτέ. Οὔτε ἐγώ. Οὔτε κανένας ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας. Γεράσαμε μαζὶ μὲ τὰ παιδιά. Θὰ ζοῦσαν ἄραγε τώρα; Μπορεῖ. Τὴν ἀγάπαγαν αὐτὰ τὰ παιδιὰ τὴ ζωή».
Ἡ κυρία Ἐρμιόνη, ἡ ὁποία ζεῖ στὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ Σκουτάρα, περίπου δέκα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴ Χειμάρρα, ἔζησε ἀπὸ κοντὰ -σχεδὸν ἀπὸ τὰ δέκα μέτρα…- τὸ ἔπος τοῦ ’40.
Τὶς μάχες, τὸ αἷμα τῶν φαντάρων, τὸ ρόγχο τοῦ ἀξιωματικοῦ τους λίγο πρὶν πεθάνει, τὴν ὥρα ποὺ τῆς ἄφηνε τὸ πορτοφόλι του. «Πάρτε το», τῆς εἶπε, «ἐμένα ἐκεῖ ποὺ θὰ πάω δὲν θὰ μοῦ χρειαστεῖ».
Δάκρυα, γιὰ τὸ στρατιώτη ποὺ σκοτώθηκε μπροστὰ στὰ μάτια της ἀπὸ ὅλμο. Μοιρολόι, γιὰ τοὺς ἕξι τελευταίους ὑπερασπιστὲς τοῦ νοτιοδυτικοῦ μετώπου, ποὺ ἔπεσαν νεκροὶ ἀπὸ τὰ πολυβόλα τῶν Ἰταλῶν. «Ἐγὼ θὰ πεθάνω καὶ ἀκόμη… Ἐμένα ὁ πατέρας μου πῆγε πέντε φορὲς ἐξορία ἀπὸ τὸν Χότζα γιατί δὲν τοὺς μαρτύρησε ποτὲ ποῦ τοὺς εἴχαμε θάψει.
 «Ποῦ εἶναι θαμμένοι οἱ Ἕλληνες;» τὸν ρωτοῦσαν καὶ αὐτὸς τοὺς ἀπαντοῦσε πὼς δὲν ἤξερε. Μιὰ μέρα ἕνας Ἀλβανὸς ἀστυνομικὸς τὸν ἔφτυσε στὸ πρόσωπο. Ἐκεῖνος γέλασε. «Ἐγώ», μᾶς ἔλεγε, «δὲν θὰ τοὺς προδώσω. Μὴν τοὺς προδώσετε οὔτε ἐσεῖς». Ἔπαιρνε τὰ ροῦχα του καὶ ἄντε στὴν ἐξορία».
Ἡ κ. Ἐρμιόνη ξεσπάει. Ἐκεῖ στὸ χωράφι μὲ τὶς ἐλιές, δυὸ ξύλινοι σταυροὶ στηριγμένοι μὲ λίγες πέτρες κρύβουν τοὺς ἥρωές της. Ἔψαξε ἡ ἴδια. Ἔψαξε ὁ ξάδερφός της νὰ βροῦν τοὺς συγγενεῖς των νεκρῶν, ἀλλὰ μάταια. «Κανεὶς δὲν ἐνδιαφέρθηκε γι’ αὐτούς».
Οἱ ἀχλαδιὲς προστάτευσαν τοὺς τάφους
Ἦταν πιὰ Ἀπρίλης τοῦ 1941. Ἡ ὑποχώρηση εἶχε ἀρχίσει. Οἱ Ἰταλοὶ ἄρχισαν νὰ χτυποῦνε ἀπὸ παντοῦ. Ἕνας ἕνας οἱ μαχητὲς ἔπεφταν νεκροί. Ἄλλοι πέντε καὶ ἕνας ὁ Ἀλογογιάννης ἕξι.Στὸ σπίτι γινόταν θρῆνος. Ὁ Προβατᾶς, ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά, ζοῦσε πλημμυρισμένος στὰ αἵματα. Ἔδωσε τὸ πορτοφόλι στὸν πατέρα μου, πέθανε κι αὐτός. Τοὺς ἔδεσαν μὲ τὶς κουβέρτες.
Ἔσκαψαν λίγο στὸ χωράφι, ἴσα ἴσα γιὰ νὰ τοὺς σκεπάσουν. Ἐμεῖς εἴχαμε ἀπομακρυνθεῖ μέχρι νὰ δοῦμε τί θὰ γίνει. Σὰν γυρίσαμε, τοὺς εἴδαμε τοὺς τάφους. Οἱ μύτες ἀπὸ τὰ ἄρβυλα ξεχώριζαν ἀπὸ τὸ χῶμα. Ὁρμήσαμε κι ἐμεῖς τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ ἀρχίσαμε νὰ τὰ σκεπάζουμε. Δύο οἱ τάφοι, ἕξι οἱ νεκροί.
Ὁ πατέρας μου ἀργότερα φύτεψε στοὺς δύο τάφους ἀπὸ μιὰ ἀχλαδιά. Τὸ χωράφι ἀνῆκε στὸ συνεταιρισμὸ καὶ ὑπῆρχε φόβος, ὅπως θὰ ὀργωνόταν νὰ βροῦνε τὰ ὀστᾶ τῶν παιδιῶν. Ἔτσι, μὲ τὶς ἀχλαδιὲς λύθηκε τὸ πρόβλημα».
Μετὰ ἀπὸ τὴ συνάντησή της μὲ τὸν Κάρολο Παπούλια πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες, τὸ ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Ἄμυνας τίμησε τὴ κ. Πρίγκου γιὰ τὴν προσφορά της.
Ἡ κ. Ἐρμιόνη δὲν ξεχνάει τὴν ταφὴ τῶν στρατιωτῶν.
Ἐπιμέλεια Βασίλειος Ζιώζιας, Πρόεδρος Πανελληνίου Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγώνα (ΠΑ.ΣΥ.Β.Α.)