Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Αντισυνταγματική έκρινε τη μείωση των αποδοχών που προβλέπει το μνημόνιο το Ειρηνοδικείο Αθηνών



Ἀντισυνταγματική καί ἀντίθετη στήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΣΔΑ) ἀλλά καί ἀντίθετη στίς Διεθνεῖς Συμβάσεις Ἐργασίας κρίθηκαν, μέ μιά ἀπόφαση τῶν πολιτικῶν δικαστηρίων, πού ἀνατρέπει τά ἕως σήμερα δεδομένα, οἱ δύο μνημονιακοί νόμοι 3833/2010 καί 3845/2010 πού ἐπέβαλαν μείωση τῶν ἀποδοχῶν, τῶν ἐπιδομάτων, κ.λπ. τῶν ἐργαζομένων στό Δημόσιο τομέα.

Εἶναι ἡ πρώτη ἀπόφαση τῶν πολιτικῶν δικαστηρίων πού ἔρχεται σέ εὐθεία ἀντιπαράθεση μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας πού ἔκρινε ὅτι οἱ μνημονιακοί περιορισμοί στίς ἀποδοχές, δῶρα, κ.λπ. τῶν ἐργαζομένων εἶναι συμβατοί μέ τίς ἐπιταγές τοῦ Συντάγματος καί τήν Εὐρωπαϊκή καί διεθνῆ νομοθεσία.
Εἰδικότερα, ἡ ἀπόφαση ἀναφέρει ὅτι τόσο ὁ νόμος 3833/2010 πού ἀφορᾶ τά ἐπείγοντα μέτρα ἀντιμετώπισης τῆς δημοσιονομικῆς κρίσης, ὅσο καί ὁ νόμος 3845/2012 γιά τά μέτρα ἐφαρμογῆς τοῦ μηχανισμοῦ στήριξης τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας ἀπό τά κράτη μέλη τῆς Ζώνης τοῦ Εὐρώ καί τό Διεθνές Νομισματικό ταμεῖο (ΔΝΤ), εἶναι ἀντίθετοι στά ἄρθρα 4, 22, 23, 25, 28 καί 106 τοῦ Συντάγματος, στό ἄρθρο 11 τῆς ΕΣΔΑ καί στίς Διεθνεῖς Συμβάσεις Ἐργασίας 151/1978 καί 14/1981.
Ὑπογραμμίζεται στή δικαστική αὐτή ἀπόφαση ὅτι τά μέτρα πού ἐπιβλήθηκαν σέ βάρος τῶν ἐργαζομένων πραγματοποιοῦν ἀνεπίτρεπτη ἐπέμβαση στή συλλογική αὐτονομία μέ ἀποτέλεσμα νά καταλύουν τά ἄρθρα 22 καί 23 τοῦ Συντάγματος, ἐνῶ δέν συνοδεύονται ἀπό ἀντισταθμιστικά μέτρα, ὅπως εἶναι ἡ μείωση τῶν τιμῶν καί τῶν φόρων. Ἀντίθετα, μάλιστα, προσθέτει ἡ ἀπόφαση, ἐπιβλήθηκαν φοροεισπρακτικού χαρακτήρα μέτρα. Ἀκόμη, σημειώνεται στήν δικαστική ἀπόφαση, ὅτι παραβιάζεται καί τό ἄρθρο 4 τοῦ Συντάγματος (περί ἰσότητας), καθώς ἔγινε μείωση ἴδιου ὕψους στίς ἀποδοχές τόσο τῶν ὑψηλόμισθων ὅσο καί τῶν χαμηλόμισθων.
Ἡ ἐπίμαχη ἀπόφαση δημοσιεύθηκε στό νομικό περιοδικό «Ἐπιθεώρησης Ἐργατικοῦ Δικαίου» (τεῦχος 10/2012) καί εἶναι τοῦ Εἰρηνοδικείου Ἀθηνῶν (599/2012) μέ εἰρηνοδίκη τή Σταυρούλα Κουτρουβίδα. Στή Δικαιοσύνη εἶχαν προσφύγει οἱ ἐργαζόμενοι στήν Ἀνώνυμη Ἑταιρεία ΣΤΑΣΥ» (πρώην ΑΜΕΛ Α.Ε.) ἡ ὁποία εἶναι θυγατρική της «Ἀττικόν Μετρό Α.Ε.» καί ἀνήκει στόν Δημόσιο τομέα.
Κατ' ἀρχάς ἀναφέρεται στήν ἀπόφαση:
«Συνεπάγεται ὅτι ἡ ἐπέμβαση στή συλλογική αὐτονομία πρέπει νά συνιστᾶ μέτρο ὅλως ἐξαιρετικό καί νά μήν ὑπερβαίνει μία εὔλογη χρονική περίοδο, νά συνοδεύεται δέ ἀπό ἐπαρκεῖς ἐγγυήσεις γιά τήν προστασία τοῦ ἐπιπέδου ζωῆς τῶν ἐργαζομένων, τηρουμένης, σέ κάθε περίπτωση, τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνταγματικό περιορισμό τῶν νομοθετικῶν περιορισμῶν τῶν συνταγματικῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων, ἐπιτάσσοντας ὅτι μεταξύ του νόμιμου σκοποῦ πού ἐπιδιώκει ἕνας περιορισμός τοῦ δικαιώματος καί τοῦ συγκεκριμένου περιορισμοῦ πρέπει νά ὑπάρχει εὔλογη σχέση.
Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς αὐτῆς θεμελιώνεται ἀφενός στό ἐσωτερικό μας δίκαιο, καί συγκεκριμένα στό ἄρθρο 25 παράγραφος 1δ' τοῦ Συντάγματος, καί ἀφετέρου στίς διατάξεις τῆς Ε.Σ.Δ.Α. γιά τήν προάσπιση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν, πού ἔχει κυρωθεῖ ἀπό τή χώρα μας μέ τόν Ν. 53/1979 καί δυνάμει τοῦ ἄρθρου 28 παράγραφος 1 τοῦ Συντάγματος ἔχει ὑπερνομοθετική ἰσχύ. Ἔτσι, σέ περίπτωση μείωσης ἀποδοχῶν καί ἐπιδομάτων, πρέπει νά ἐξετάζεται ἡ ἀναλογικότητα τοῦ μέτρου πρός τόν ἐπιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος καί νά τηρεῖται ἡ προϋπόθεση ὅτι τά μέτρα δέν ἐπιφέρουν δυσανάλογη προσβολή, ἐν ὄψει τοῦ ἐπιδιωκόμενου σκοποῦ, σέ συνταγματικά δικαιώματα καί ἀγαθά, σέ καμία περίπτωση δέ δέν δικαιολογεῖται νά καταλύονται θεμελιώδεις διατάξεις τοῦ Συντάγματος (22 πάρ. 2 καί 23 πάρ. 1)».
Στή συνέχεια ἡ κά Κουτρουβίδα κάνει ἀναφορά στό ἄρθρο 106 τοῦ Συντάγματος πού λέει ὅτι μπορεῖ χάριν τοῦ ἐθνικοῦ συμφέροντος νά περιοριστεῖ ἡ συλλογική αὐτονομία πού καθιερώνεται μέ τό ἄρθρο 22 τοῦ Συντάγματος γιά περιορισμένο καί εὔλογο ὅμως χρονικό διάστημα καί πάντα τηρώντας τήν συνταγματική ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας καί τίς διατάξεις τῆς ΕΣΔΑ.
Στήν προκειμένη περίπτωση, ὑπογραμμίζει ἡ εἰρηνοδίκης, καί ἄν ἀκόμη δεχθοῦμε ὅτι οἱ περιορισμοί αὐτοί τέθηκαν χάριν τοῦ ἐθνικοῦ συμφέροντος, ἐκτός του ὅτι δέν εἶναι συμβατοί μέ τίς διεθνεῖς συμβάσεις ἐργασίας, ἐπιφέρουν «δυσμενεῖς γιά τούς ἐργαζόμενους τροποποιήσεις, χωρίς νά ἐγγυῶνται ὅτι ὁ περιορισμός τῶν συλλογικῶν διαπραγματεύσεων ἔχει περιορισμένο χρονικό ὁρίζοντα, ὥστε νά εἶναι συνταγματικά ἀνεκτή ἡ ἐπέμβαση στή συλλογική αὐτονομία, μέ ἀποτέλεσμα νά καταλύονται στήν πραγματικότητα οἱ ἐπίμαχες συνταγματικές διατάξεις τῶν ἄρθρων 22 καί 23 τοῦ Συντάγματος».
Ἀκόμη, ἀναφέρεται στήν δικαστική ἀπόφαση:
«Ἡ αἰτιολογία τῆς ἀναγκαιότητας γιά τή λήψη τῶν ἐπίδικων μέτρων πού ἀφοροῦν τίς μειώσεις τῶν ἀποδοχῶν καί ἐπιδομάτων τῶν ἐργαζομένων πού προβλέπονται, χάριν τοῦ δημοσίου συμφέροντος, εἶναι προφανῶς ἐλλιπής, λαμβανομένου ὑπ' ὄψιν ὅτι τά μέτρα αὐτά καταργοῦν τίς συλλογικές διαπραγματεύσεις, τίς συλλογικές συμβάσεις ἐργασίας καί οὐσιαστικά τήν συνδικαλιστική ἐλευθερία καί συλλογική αὐτονομία, εἶναι δέ ἀντίθετα μέ τίς Διεθνεῖς Συμβάσεις, πού ἔχει συνάψει ἡ Ἑλλάδα καί πού δυνάμει τοῦ ἄρθρου 28 παράγραφος 1 τοῦ Συντάγματος ἔχουν ἀποκτήσεις ὑπερνομοθετική ἰσχύ».
Ὡς πρός τήν μείωση τῶν ἀποδοχῶν καί τά φοροεισπρακτικά μέτρα ἀναφέρει ἡ εἰρηνοδικειακή ἀπόφαση:
«Κατά συνέπεια, μέ τά ἐπίδικα μέτρα παραβιάζεται ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, καθώς, ἐκτός ἀπό τήν παραπάνω ἀνεπίτρεπτη μονιμότητα τοῦ χαρακτήρα τους, δέν βρίσκονται σέ ἀντιστοιχία μέ τόν ἐπιδιωκόμενο σκοπό, οὔτε συνοδεύονται μέ ἀντισταθμιστικά μέτρα (μείωση τιμῶν, ἄμεσων καί ἔμμεσων φόρων κ.λπ.) καί ἐγγυήσεις γιά τήν προστασία εὐάλωτων ὁμάδων τοῦ πληθυσμοῦ τῆς χώρας. Ἀντίθετα, ὅπως εἶναι γνωστό, ἐπιβάλλονται στούς πολίτες ταυτόχρονο μέ μία σειρά ἰδιαίτερα σκληρῶν φοροεισπρακτικῶν μέτρων πού προβλέπουν μείωση ἤ κατάργηση ἀφορολόγητων ὁρίων καί τά ὁποῖα πλήττουν τίς πλέον εὐάλωτες πληθυσμιακές ὁμάδες, τήν προστασία τῶν ὁποίων ἔπρεπε νά ἐγγυῶνται καί νά διαφυλάττουν».
Ἐπιπρόσθετα, συνεχίζει ἡ δικαστική ἀπόφαση - «εἶναι προφανές ὅτι ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 1 πάρ. 5 τοῦ Ν. 3833/2010, σύμφωνα μέ τήν ὁποία καθιερώνεται μείωση τῶν ἀποδοχῶν τῶν ἐργαζομένων πού ὑπάγονται στή ρύθμιση τοῦ ἐν λόγω ἄρθρου κατά γενικευμένο ποσοστό 7%, καθώς καί τῶν ἐπιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα καί ἀδείας κατά ἐπίσης γενικό ποσοστό 30%, ἀντίκειται στό ἄρθρο 4 πάρ. 5 τοῦ Συντάγματος, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ Ἕλληνες πολίτες συνεισφέρουν στά δημόσια βάρη ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τους. Ἡ μείωση τῶν ἀποδοχῶν καί τῶν ὡς ἄνω ἐπιδομάτων κατά τό ἴδιο γενικό ποσοστό πού καταλαμβάνει τόσο τούς ὑψηλόμισθους ὅσο καί τούς χαμηλόμισθους ἐργαζομένους ἀντίκειται στήν ἀνωτέρω διάταξη καί ὁδηγεῖ τούς μέν ὑψηλόμισθους στό νά ἐξακολουθοῦν νά διατηροῦν ἕνα ἱκανοποιητικό καί ἀξιοπρεπές ἐπίπεδο διαβίωσης, ἐνῶ τούς χαμηλόμισθους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ἕνα ἰδιαίτερα μεγάλο μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ, τό ὁποῖο στό ὄνομα τοῦ γενικοῦ συμφέροντος ἔπρεπε νά προστατεύεται, τούς ὁδηγοῦν στήν κοινωνική καί οἰκονομική ἐξαθλίωση, ἀφοῦ ἐκμηδενίζουν στήν οὐσία τίς ἀποδοχές τους καί τούς ἀναγκάζουν, κατά παράβασή της ὡς ἄνω διάταξης, νά συνεισφέρουν στά δημόσια βάρη κατά φανερή ἀναντιστοιχία μέ τίς δυνάμεις τους, ἐνισχύοντας δέ τήν ἄποψη ὅτι ἡ αἰτιολογία τῆς λήψης τῶν ὁριζόμενων μέ τίς ἔνδικες διατάξεις μέτρων πού ἑδράζεται στό δημόσιο συμφέρον εἶναι προβληματική καί ἐλλιπής»
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...