Εάν έστω και λίγο είχαμε γευθεί την Χάρη του Θεού θα γνωρίζαμε ότι εκείνο που την απομακρύνει είναι η κατάκριση, η αδελφοφαγία, το μίσος και η κακία. Το να περιμένεις με το χέρι στην σκανδάλη το λάθος του άλλου, έτοιμος να τον εξοντώσεις, αυτό δεν είναι ήθος Χριστού αλλά υποκόσμου.
Εάν έστω λίγο είχαμε γευθεί την Χάρη του Θεού, και γνωρίζαμε την γλυκύτητα αυτής, θα κάναμε τα πάντα ώστε να μην χάνεται απ' την ζωή μας. Θα βρισκόμαστε σε εγρήγορση και προσευχή, σε έλεγχο των λογισμών, ώστε να μην παγώνει η αγάπη μέσα μας και αποσύρεται το γλυκαίνων φως της Παρουσίας Του.
Εάν ζούσαμε κατά Χριστό, εάν πραγματικά ποθούσαμε την ένωση μαζί Του, θα γνωρίζαμε ότι τίποτε άλλο δεν μας απομακρύνει από κοντά του όσο η κατάκριση, η κακία, η ζήλια κι ο φθόνος. Έλεγε ο Άγιος Παΐσιος, «όταν έχεις εχθρότητα, είναι σαν να βάζεις μονωτικό στην ψυχή σου και να μην περνάει σταγόνα Χάρης».
Οι άγιοι που τόσο λέμε ότι αγαπάμε και συχνά επικαλούμαστε, οι άγιοι πατέρες τους οποίους προτάσσουμε για να επιδείξουμε την εκκλησιαστικοφροσύνη μας, έτρεμαν την κατάκριση, την σκληρότητα και εχθρότητα, κυρίως δε την αλαζονεία της αρετής. Ο αμαρτωλός μπορεί να σωθεί, μα ο αλαζόνας θρησκευόμενος δύσκολα. Διότι ζει μέσα στην ψευδαίσθηση της τελειότητας του. Κάθεται πάνω στην καθέδρα των ψευδεπίγραφων αρετών του, κι από εκεί κρίνει, επιπλήττει, διορθώνει και νουθετεί τους πάντες. Γιατί, αυτός είναι "σωστός" και πάνω από όλα «ξέρει» και «γνωρίζει».
Εμένα όμως θα μου επιτρέψετε να μην....... πάρω μέρος στην κατακραυγή, την επίπληξη, την λοιδορία ή το θρησκευτικό λιθοβολισμό απέναντι στον «μεγάλο» αμαρτωλό. Θα προτιμήσω να συνοδοιπορήσω με τον Αββά Μωυσή που όταν στην σκήτη ένας αδελφός αμάρτησε βαριά και κάλεσαν σύναξη για να τον καταδικάσουν αυτός δεν ήθελε να πάει.
Μετα από πολλά παρακάλια πήγε. Μα πήρε μαζί του και μια κανάτα που έτρεχε νερό. Όταν οι άλλοι μοναχοί τον ρώτησαν, «τι σημαίνει αυτό, πάτερ;». Ο γέροντας τους είπε: «οι αμαρτίες μου χύνονται πίσω μου. Και δεν μπορώ να τις δω κι όμως έχω έρθει να κρίνω τα σφάλματα κάποιου άλλου..» Όταν άκουσαν αυτά οι πατέρες διέκοψαν την σύναξη για την τιμωρία».
Έπειτα θα αποσυρθώ από την βοή του όχλου που μόλις εχθές χειροκροτούσε και σήμερα ζητά την σταύρωση, και θα περπατήσω πλάι στον Αββά Βησσαρίωνα που σαν καταδίκασε η σύναξη της σκήτης έναν μοναχό που είχε πέσει σε αμαρτήματα, εκείνος σηκώθηκε και βγήκε μαζί του έξω. «Που πας Αββά» τον ρώτησαν. «Πάω κι εγω έξω μαζί του, φεύγω κι εγώ, γιατί είμαι κι εγώ αμαρτωλός, σήμερα αυτός αύριο εγώ…»
Και να σας εξομολογηθώ κάτι; Κουραστικά από όλους εκείνους που πάνε εκκλησία κι όμως ζούνε μέσα στο ψέμα και την υποκρισία, την κακία και το μίσος, την μιζέρια και την απανθρωπιά. Από όλους εκείνους που σου χαμογελάνε ενώ θα ήθελαν να σε δαγκώσουν, που περιμένουν στην γωνία το πρώτο σου λάθος για να σε λιντσάρουν.
Εγώ ονειρεύομαι μια εκκλησία που θα μπορούμε να λέμε ο ένας στο άλλο τις αμαρτίες, τα λάθη και τα πάθη μας και να θεραπευόμαστε όχι να αλληλοεξοντωνόμαστε.
Θα πάω λοιπόν μαζί με τον Αββά Μωυσή, τον Αββά Βησσαρίωνα, τον Ποιμένα και Σαμψών, γιατί κοντά τους αναπνέω, παίρνω ανάσες ελευθερίας, χαράς, αγάπης και φωτός. Και να το θυμάστε τις φλόγες της κολάσεως δεν θα της ανάψει ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι της «θρησκείας».
πηγή: π. Λίβυος