Επειδή ήταν ακίνητος (ο Παπα-Τύχων) πια στο κρεβάτι, γιατί είχε
παραδώσει σ΄αυτό τις λίγες του σωματικές δυνάμεις και δεν μπορούσε να
σηκωθή να πάη στο Ναό του Τιμίου Σταυρού, όπου λειτουργούσε με ευλάβεια
χρόνια ολόκληρα, μου ζήτησε να του φέρω τον Σταυρό από την Αγία Τράπεζα
για παρηγοριά.
Όταν είδε τον Σταυρό, γυάλισαν τα μάτια του και, αφού τον ασπάσθηκε
με ευλάβεια, τον κρατούσε σφιχτά στο χέρι του με όλη την δύναμη που του
είχε απομείνει. Είχα δέσει και ένα κλωνάρι βασιλικό στον Σταυρό και του
έλεγα:
Μυρίζει καλά, Γέροντα;
Εκείνος μου απαντούσε:
– Ο παράδεισος, παιδί μου, μυρίζει πολύ καλύτερα. Μια
μέρα από εκείνες τις τελευταίες του, είχα βγει έξω, για να του φέρω λίγο
νερό. ΄Οταν άνοιξα μετά και μπήκα στο κελλί του, με κοιτούσε παράξενα
και μου λέγει: Εσύ, ο Άγιος Σέργιος είσαι;
΄Οχι, Γέροντα, είμαι ο Παϊσιος.
– Τώρα, παιδί μου, ήταν εδώ η Παναγία, ο ΄Αγιος Σέργιος και ο ΄Αγιος
Σεραφείμ. Που πήγαν; Κατάλαβα ότι κάτι γίνεται και τον ρώτησα: