Μία γυναίκα ονόματι Βέλικα Π., καλή νοικοκυρά απ’ το χωριό Μπρούσνικ διηγείται πως πριν από δύο χρόνια κείτονταν άρρωστη στο νοσοκομείο του Μπίτολιε. Το χέρι της είχε πρηστεί πολύ. Οι γιατροί τρύπησαν το πρήξιμο και μεγάλη ποσότητα πύον έβγαινε απ’ το χέρι της. Τότε την πλησίασε μία μέρα ο πατέρας Ιωάννης Μαξίμοβιτς, τότε καθηγητής του Θεολογικού Λυκείου, και σημερινός επίσκοπος Σαγκάης. Εκείνη δεν τον γνώριζε.
Ο πατέρας Ιωάννης της πρόσφερε να λάβει τη Θεία Μετάληψη κι εκείνη κοινώνησε. Γι’ αυτό το λόγο υπέφερε λιγότερο. Μετά από δύο τρεις μέρες πάλι την επισκέφθηκε ο πατέρας Ιωάννης και πάλι της πρότεινε να κοινωνήσει. Εκείνη δέχθηκε, αλλά είπε, ότι πρώτα θα νηστέψει τουλάχιστον τρεις ημέρες και τότε θα λάβει τη Θεία Κοινωνία. Επειδή, λέει, την προηγούμενη φορά κοινώνησε χωρίς νηστεία κι έχει τύψεις συνειδήσεως. Ο πατέρας Ιωάννης την άφησε να κάνει όπως επιθυμούσε κι έφυγε. Η γυναίκα άρχισε να νηστεύει, και απ’ όλο το φαγητό που της πρόσφεραν στο νοσοκομείο έπαιρνε μόνο ψωμί. Μετά από τρεις μέρες έφερε ο πατέρας Ιωάννης τη Θεία Κοινωνία και τη μετέλαβε. Αυτό έγινε τη Μεγάλη Τετάρτη το πρωί. Πριν βραδιάσει το χέρι της άρρωστης ήταν εντελώς υγιές. Ήρθε ο γιατρός, ο οποίος της είχε πει ότι θα πρέπει να μείνει στο νοσοκομείο τουλάχιστον τρεις μήνες. Και τα έχασε όταν είδε, ότι μέσα στο χέρι όλο το πύον στέγνωσε και ότι η άρρωστη κατά την πίεση του χεριού δεν πονούσε καθόλου. Έκανε το σταυρό του και είπε στη γυναίκα, ότι είναι υγιής και ότι μπορεί αμέσως να πάει στο σπίτι της.(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Εμμανουήλ», εκδ. Χρόες.)
πηγή fdathanasiou.wordpress