Αναφερόμαστε
στη σφαγή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων στη Χίο από τους Οθωμανούς Τούρκους
στις 30 Μαρτίου 1822, ως αντίποινα για την κήρυξη της επανάστασης στο
νησί από τον Σάμιο Λυκούργο Λογοθέτη.
Η
έκρηξη της Επανάστασης βρήκε το πολυπληθές ελληνικό στοιχείο της Χίου
να ευημερεί (117.000 έναντι 3.000 Οθωμανών Τούρκων και 100 Εβραίων). Με
τον στόλο τους, το εμπορικό τους δαιμόνιο και τη διπλωματία τους, οι
Χιώτες κυριαρχούσαν στη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το
γεγονός αυτό ώθησε τον Σουλτάνο να παραχωρήσει στο νησί πολλά προνόμια,
που άγγιζαν το καθεστώς αυτονομίας.
Έτσι,
οι κυρίαρχες τάξεις της Χίου δεν είχαν κανένα λόγο να ξεσηκωθούν κατά
των Τούρκων. Το μαρτυρά και η αποτυχία του Τομπάζη τον Απρίλιο του 1821.
Οι ντόπιοι πρόκριτοι είχαν και μία σοβαρή δικαιολογία να αντιδρούν στον
ξεσηκωμό: η Χίος βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια από τη Μικρασιατική
ενδοχώρα, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα εξέγερσης να είναι καταδικασμένη
σε αποτυχία.
Στις
10 Μαρτίου 1822 ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, με την προτροπή του Χιώτη
Αντωνίου Μπουρνιά, αποβιβάστηκε στο νησί με 1.500 άνδρες και πέτυχε να
συνεγείρει τους ντόπιους, κυρίως τους κατοίκους της υπαίθρου. Οι 3.000
Τούρκοι του νησιού πρόλαβαν να κλειστούν στο Κάστρο και η ολιγοήμερη
πολιορκία τους δεν έφερε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα, καθώς οι άνδρες
του Λογοθέτη ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι.
Μόλις
έφθασε το μαντάτο της εξέγερσης στην Υψηλή Πύλη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β'
την εξέλαβε ως αχαριστία των Χίων, αλλά και ως προσωπική προσβολή,
επειδή η αδελφή του καρπούταν από το νησί τον φόρο από τα μαστιχόδεντρα.
Έμπλεος οργής διέταξε αμέσως να φυλακιστούν όλοι οι Χιώτες της
Κωνσταντινούπολης και εξήντα από αυτούς να αποκεφαλιστούν. Στη συνέχεια
έδωσε την εντολή στον αντιναύαρχο Καρά-Αλή πασά να καταπλεύσει στον νησί
και να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εξεγερθέντες.
Στις
30 Μαρτίου 1822 και μετά από έντονο κανονιοβολισμό, ο Καρα-Αλής
αποβίβασε στην ακτή 7.000 άνδρες και με τη συνδρομή της τουρκικής
φρουράς κατέστειλε εύκολα και σύντομα την εξέγερση, εκμεταλλευόμενος τον
κακό σχεδιασμό της και τις έριδες για την αρχηγία μεταξύ Μπουρνιά και
Λογοθέτη. Στη συνέχεια πυρπόλησε όλα τα περίχωρα και την πρωτεύουσα του
νησιού και επιδόθηκε σε ανήκουστες σφαγές. Υπολογίζεται ότι από τους
117.000 χριστιανούς κατοίκους του νησιού, 42.000 σφαγιάστηκαν, 50.000
πιάστηκαν αιχμάλωτοι και 23.000 διέφυγαν προς τις επαναστατημένες
περιοχές της Ελλάδας και τη Δυτική Ευρώπη. Οι Τούρκοι έχασαν περίπου 600
άνδρες, ενώ αναφέρθηκαν και θύματα μεταξύ των Εβραίων, που
διεκπεραιώθηκαν από τη Μικρασιατική ακτή στο νησί για να
πλιατσικολογήσουν και επόπτευαν το δουλεμπόριο.
Τα
αιματηρά γεγονότα της Χίου προκάλεσαν αλγεινή εντύπωση στην Ευρώπη. Η
κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε και οι τάξεις των φιλελλήνων πύκνωσαν. Αυτόπτες
μάρτυρες περιέγραψαν τις φρικιαστικές σκηνές στις εφημερίδες, ζωγράφοι
(Ντελακρουά) τις απεικόνισαν και ποιητές (Ουγκώ, Χέμανς, Πιέρποντ, Χιλ,
Σιγκούρνεϊ) έψαλλαν τη θλιβερά καταστροφή. Πολλοί έκαναν λόγο για το
ασυμβίβαστο της τουρκικής φυλής με τον ανθρωπισμό, ενώ άλλοι τόνισαν την
αδυναμία συνύπαρξης Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Η ελληνική νέμεση θα
έλθει σύντομα, με την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρα-Αλή
από τον Κωνσταντίνο Κανάρη (6 - 7 Ιουνίου 1822).
Ο
γερμανός ναύαρχος Βίλχελμ φον Κανάρις (1887-1945), αρχηγός της
αντικατασκοπείας του Χίτλερ, ισχυριζόταν ότι καταγόταν από την Χιακή
Διασπορά, που προέκυψε από τη Σφαγή της Χίου.
Ο
σύγχρονος κινέζος ζωγράφος Γιούε Μιντζούν φιλοτέχνησε με τον δικό του
τρόπο ένα πίνακα που ονόμασε «Η σφαγή της Χίου». Πουλήθηκε το 2007 σε
δημοπρασία έναντι 4,1 εκατομμυρίων δολαρίων.
Το Ελληνόπουλο (1828)
Ποίηση: Βίκτωρ Ουγκώ
Μετάφραση στα ελληνικά: Κωστής Παλαμάς
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τα' όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ' την αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ' ήθελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ' το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ' έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, Δεν σώνει
μεσ' απ' τον ίσκιο του να βγει;
Μη το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ' όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά.