Από
τις ωραιότερες εικόνες και τις πιο ζωντανές, που μας παρέδωσε στο άγιο
Ευαγγέλιό του ο ιατρός Ευαγγελιστής, είναι κι αυτή της πορείας προς
Εμμαούς (βλ. Λουκ. κδ’ 13-35). Έντεκα περίπου χιλιόμετρα έπρεπε να
βαδίσει ο Κλεόπας κι ο σύντροφός του, για να φτάσουν στο χωριό Εμμαούς.
Δεν τους κούραζε τόσο η πορεία όσο η ψυχική τους κατάσταση.
Βαρύθυμοι περπατούν. Σκυθρωπούν.
Είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται. Η συζήτησή τους είναι γεμάτη
αμφιβολία. Κρύα η ψυχή. Στεγνό το δάκρυ. Παγωμένη η καρδιά. Χάος
βασιλεύει μέσα τους....
Τούτα
τα αισθήματα γίνονται εντονότερα, καθώς το δειλινό απλώνει τις σκιές
του παντού και το φως αποτραβιέται μπροστά στο σκοτάδι, που έρχεται με
αργά βήματα
Η
θλίψη, ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, είναι ξεχείλισμα της καρδιάς
τους. Είδαν τον θρίαμβο του κακού που κάρφωσε «εν ψυχρώ» στο ατιμωτικό
ξύλο έναν αθώο. Είδαν το ψέμα να συσκοτίζει την αλήθεια. Να παραπλανά.
Να φανατίζει. Πώς να μην είναι κυριευμένοι από φόβο; Πώς να μην
δειλιάζουν μπροστά στο πηκτό υλικό σκοτάδι, μα και το πνευματικό, που
απειλεί να τους τυλίξει στο μαύρο πέπλο του;
Έρχεται
όμως απρόσμενα ο τρίτος συνοδοιπόρος, ο κάποιος άγνωστος. Του λένε τον
πόνο τους, τις αμφιβολίες για τα παράξενα νέα που τους έφεραν κάτι
γυναίκες… Τον ακούνε με προσοχή. Κι ευθύς φεύγει η βαρυθυμία. Φουντώνουν
οι ελπίδες. Ξαναζούν οι πόθοι. Φωτίζονται οι καρδιές.
Αισθήματα
παράξενα αναδεύονται μέσα τους. Κι όταν ύστερα από επίμονες παρακλήσεις
κατορθώνουν να τον κρατήσουν κοντά τους και να τον αναγνωρίσουν κατά
την «κλάσιν του άρτου», τότε φλογίζονται οι καρδιές! Καίγονται! «Μεῖνον
μεθ’ ἡμῶν», του είπαν. Κι αμέσως όλα μέσα τους και γύρω τους έγιναν φως.
Τι κι αν το σκοτάδι κάλυψε κιόλας τη γύρω τους φύση; Αυτοί άτρομοι,
γοργόφτεροι τρέχουν στην Ιερουσαλήμ να φέρουν το μήνυμα…
Η
ψυχολογική κατάσταση των δύο εκείνων συνοδοιπόρων της Εμμαούς έχει και
σήμερα το αντίστοιχό της. Δύο οι οδοιπόροι πριν από δύο χιλιάδες περίπου
χρόνια. Πολλοί σήμερα. Το δράμα τους ξαναζούν αρκετές εφηβικές, αγνές
ψυχές, που εύκολα ενθουσιάζονται και εύκολα οραματίζονται. Που εύκολα
ριγούν και συνεπαίρνονται, σαν ακούσουν το μήνυμα το χαρμόσυνο της νέας
κοινωνίας την οποία δημιουργεί ο Χριστός. Ξεκινούν οι ψυχές αυτές με την
ελπίδα πως «αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ». Πως αυτός
είναι, που θα λυτρώσει τον κόσμο. Και δίνονται σ’ Αυτόν ολόψυχα.
Ύστερα όμως…
Κοιτάζουν
γύρω τους. Βλέπουν κι ακούν πως το κακό θριαμβεύει. Οι φωνές του
κόσμου, του τυφλωμένου από πάθη και μίση, σκεπάζουν τη φωνή Του. Οι
αλαλαγμοί του έξαλλου πλήθους, που φανατίζεται από τους επιτήδειους, οι
οποίοι εκμεταλλεύονται τα ωραία ιδανικά, κάνουν την ψυχή ν’
ανατριχιάζει.
Οι
Φαρισαίοι της εποχής μας, οι «προχωρημένοι διανοητές» του σύγχρονου
κόσμου, χαλκεύουν μύθους, για να πολεμήσουν τον Χριστό και την αλήθεια
Του. Ειρωνεύονται τους πιστούς. Ασύστολα και ανερυθρίαστα ονομάζουν
«σκοταδιστές», όσους αγωνίζονται για την πίστη.
Τούτοι
οι νεόκοποι λογοκόποι με τα ψευδοπροοδευτικά συνθήματα, οι δειλοί και
τυφλοί, ξοδεύουν όλη τους τη δραστηριότητα για να εξευτελίσουν την
ανθρώπινη προσωπικότητα. Το νόμο της αγάπης τον αντικαθιστούν με το νόμο
της ζούγκλας. Πασχίζουν με υποκρισία να φανούν, πως είναι οι
προασπιστές της ανθρώπινης ελευθερίας, οι φύλακες των ιερών και των
οσίων. Πως τάχα οι αγώνες τους γίνονται για την… πρόοδο. Με απειλές
αναγκάζουν συχνά άβουλους κυβερνήτες να πολεμήσουν τον Χριστό, να τον
διώξουν από την κοινωνία με νομοθετήματα αντιχριστιανικά. Ενώ τους
αναγκάζουν να αφήσουν ελεύθερο το Βαραββά, δηλαδή το έγκλημα, την
ψευτιά, την ανηθικότητα. Τον Βαραββά, που αντιπροσωπεύεται σήμερα από
εκείνους, που δεν κάνουν τίποτε άλλο, από το να ληστεύουν τις ψυχές και
να τις αφήνουν λιπόθυμες κι αναίσθητες στους γκρεμούς.
Όταν
τα βλέπουν αυτά οι νεανικές ψυχές με τους αγνούς οραματισμούς, τα
χάνουν. Βυθίζονται στη θλίψη. Γεμάτες απογοήτευση εγκαταλείπουν την
Ιερουσαλήμ -τον τόπο των ωραιότερων ονείρων και των ελπίδων τους. Κι
αρχίζουν μια μελαγχολική πορεία σε κάποιες σύγχρονες Εμμαούς…
Πορεύονται
με ψυχή παγωμένη και δειλή. Γεμάτοι σκεπτικισμό κι ερωτηματικά. Με
σπασμένες φτερούγες. Τους φαίνεται πως το σκοτάδι, που απλώνεται μέσα
τους, προοιωνίζεται για την κοινωνία μια νύχτα ασέληνη, σκοτεινή… Νύχτα
τρόμου.
«Τρίτην
ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον…» στον τάφο είπαν οι δύο οδοιπόροι στον
Άγνωστο Συνοδοιπόρο τους και πρόσθεσαν: «Γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν
ἐξέστησαν ἡμᾶς» και μας εβεβαίωσαν πως άδειος είναι ο τάφος… αλλά Αυτόν
κανένας δεν τον είδε! Τέτοια έλεγαν οι κουρασμένοι οδοιπόροι στον τρίτο
Συνοδοιπόρο. Αλλά και αρκετοί κλονισμένοι νέοι επαναλαμβάνουν:
–Δύο χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τότε που ήλθε στον κόσμο ο Χριστός κι όμως… Που είναι η νίκη;
–Μας
είπαν για τη δύναμη της Αναστάσεώς Του. Για τις αλλοιώσεις τις
θαυμαστές που πραγματοποιεί… Πού είναι, λοιπόν, τώρα; ΠάνεŸ χάθηκαν
όλα!… Αίματα χύθηκαν και χύνονται. Διωγμοί έγιναν και γίνονται εις βάρος
των Χριστιανών!…
Ζούμε
στην αναστάσιμη χαρά. Κι όλα γύρω μας είναι φως. Φτερά φυτρώνουν μέσα
μας. Ο τρίτος Συνοδοιπόρος είναι και σήμερα πρόθυμος να συντροφεύσει
όσες ψυχές βρίσκονται στην αμφιβολία και στο φόβο. Όσες σέρνουν τα
βήματά τους προς Εμμαούς. Έχει και σήμερα τη δύναμη να θερμάνει τις
παγωμένες καρδιές τους. Αρκεί να τις βοηθήσουμε να Τον δεχτούν
συνοδοιπόρο στο δρόμο, στο δειλινό το μουντό. Φτάνει να συζητήσουν
ελεύθερα μαζί Του, ανοίγοντάς Του την καρδιά, όπως τότε οι δύο Μαθητές.
Να Του πουν την ολιγοπιστία, τη δειλία, την αμφιβολία, την απορία τους.
Αρκεί να Τον ακούσουν.
Και
κοντά σ’ αυτά να Του ζητήσουν επίμονα: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν». Μαζί μας
μείνε. Τούτη την ώρα θέλουμε τη συντροφιά Σου. Οπότε Εκείνος θα τους
ανοίξει το νόμο Του. Θα τους φωτίσει το νου και την ψυχή. Θα τους
βεβαιώσει πως το κοινωνικό κακό βασιλεύει «αλλ’ ουκ αιωνίζει». Πως πάλη
γίνεται σήμερα. Πόλεμος σκληρός. Αλλά η νίκη θα ‘ναι δική Του.
Έτσι θα γίνουν γενναίοι και τολμηροί.
Δε
θα τους φοβίζει η κοινωνία, που ζει μέσα στο σκοτάδι της πλάνης. Δε θα
τους γεμίζει βαρυθυμία η ασέληνη νύχτα του κακού, που απλώνεται γύρω
μας. Οι λογοκόποι και οι οχλοκράτες, τα όργανα του σκοταδισμού και της
πλάνης, θα ‘ναι γι’ αυτούς αδύναμες και φευγαλέες σκιές.
Νέα
πορεία θ’ αναλάβουν τότε οι νεανικές ψυχές. Δημιουργική. Χαράς πορεία.
Προς την πόλη των ονείρων τους -την Ιερουσαλήμ- για να ενώσουν τις
δυνάμεις τους με εκείνους που βεβαιώθηκαν κιόλας πως η Ζωή νίκησε τον
θάνατο. Κοντά στις ψυχές, που είναι γεμάτες χαρά κι ενθουσιασμό. Μαζί μ’
αυτές θα φωνάξουν και θα σαλπίσουν τον νικητήριο παιάνα: «ἠγέρθη ὁ
Κύριος ὄντως» (Λουκ. κδ’ 34).
Ο
Κύριος είναι μαζί μας. Πορευόμαστε το δρόμο μας με προσδοκία κι ελπίδα.
Γιατί στον αναστάντα Κύριό μας «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ
ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη’ 18). Η παντοκρατορική εξουσία του περιλαμβάνει τα
πάντα όχι μόνο στη γη, αλλά και στον ουρανό. Γι’ αυτό δεν έχουμε λόγο να
φοβούμεθα κανένα και τίποτε!…
Διασκευασμένο Απόσπασμα από το βιβλίο “Στις γιορτές της Ορθοδοξίας:στοχασμοί και ανατάσεις”
του Νικολάου Π. Βασιλειάδη
πηγή:xfd